Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Ιουνίου 2025
Ο παραγυιός ο Ευθύμης, ένα παιδί δεκάξη χρονών, σήκωσε την ποδιά του και σκούπισε τα μάτια του. Η φουντωτή η λεύκα, ακούνητη μες στην απανεμιά, δε σάλεβε ένα φύλλο της απόψε. Η πυκνή της φυλλωσιά, κατάμαυρη σαν πίσσα, απλωνότανε σα μαύρο σύννεφο απάνω απ' τα κεφάλια των ανθρώπων, βουρκωμένο σύννεφο έτοιμο να κλάψη. Την είχε φυτέψει με τα χέρια του ο μακαρίτης και την καμάρωνε σαν παιδί του.
Ήτονε σχεδόν παιδί ακόμα, που δεν έδειχνε πως τάχε κλεισμένα τα δεκάξη, καθώς έλεγε η θεια, ένα κοριτσάκι με κοντό φουστανάκι, απαλό και στρουμπουλό σαν κάτι άσπρες γατίτσες που νομίζεις πως δεν έχουν κόκκαλα. Είχε μεταξένια καστανά μαλλάκια με λάμψεις χρυσές και χείλια κόκκινα και υγρά, μισανοιγμένα σαν ανθόφυλλα. Σαν κάποιο ξημέρωμα γλυκό ήτον απάνω της, αλάλητο.
Εις τα πλησίον μέρη του Μουσουλπατάν, πόλιν του βασιλείου της Γολκόνδας, εκατοικούσε μία χωριάτισσα με δύο θυγατέρας πολλά ωραίας· η πρώτη που ονομάζετο Φατμέ ήτον δεκάξη χρονών, και η μικρότερη που ωνομάζετο Κατηγέ ήτον μόνον δώδεκα.
Χωρίστηκαν κ' οι Επαρχίες κ' έγιναν ως εκατό δεκάξη, και της καθεμιάς ο άρχοντας είχε χρέη μονάχα πολιτικά, δικαστικά κ' οικονομικά.
Και χωρίς να το θέλω, στη φαντασία μου άρχισε να γίνεται μια σύγκριση μεταξύ του Βαγγελιού και της ξανθής γειτονοπούλας στην πόλη. Εκείνη ήτον ολόδροσο κορίτσι δεκάξη χρονών, με μάτια γαλανά, με μια πλεξούδα στην πλάτη. Και το Βαγγελιό δεν ήτο πεια νέα ή τουλάχιστο γρήγωρα θα γερνούσε κήτον μαραμένη κιαδύνατη, μόνο κόκαλα.
Και τη στιγμή που βρέθηκε μπροστά μου η γυναίκα, που μου αφωσιώθηκε με όλη της την ψυχή, και που την αγάπησα με τη δύναμι των δεκάξη μου χρόνων, εγώ σκιάχτηκα μπροστά στο φάντασμα της κοινωνίας, και χάλασα μια ευτυχία, γυρεύοντας να γυρίσω ανάποδα το ρεύμα της ζωής μου. Βλέπεις, γιατρέ, τι σκλάβοι που είμαστε, τι ελεεινοί σκλάβοι! Σκλάβοι σε όλη μας τη ζωή . . . Σκλάβοι αλήθεια! Σκλάβοι!
Φτάσαμε στο σπιτικό του, μούδειξε την κάμαρά μου, έβαλα μέσα τα λίγα μου πράματα που τα κουβαλούσε κατόπι μας ο Χαμάλης, με κατέβασ' έπειτα στην τραπεζαρία που είταν ώρα φαεί. Εκεί η κερά του, εκεί κ' η κόρη του, κορίτσι μελαχρινό και γαλανομάτικο, ως δεκάξη χρόνων κι αυτό.
Αλλά πάλι, μεταξύ των γυναικών που μάρεσαν, η προτίμησή μου έπεφτε στα κορίτσια κι αυτά μεγάλα, πάνω από δέκα πέντε και δεκάξη ετών, πούσαν δηλαδή «κοπελιές», τέλεια διαμορφωμένες πεια. Τα μικρά κορίτσια, μάλιστα τάνηβα, όχι μόνο δε μάρεσαν, αλλά θαρρώ μάλιστα πως μούσαν και λίγο αντιπαθητικά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν