United States or Central African Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ο Έφις ένιωθε να τον πλησιάζει ο θάνατος, σιγά σιγά, σαν ν’ ανέβαινε σιωπηλός το μονοπάτι συνοδευόμενος από μια ακολουθία περιπλανώμενων πνευμάτων, από τον ήχο του κόπανου κάτω στο ποτάμι των πάνας, από το ελαφρό φτερούγισμα των αθώων ψυχών που είχαν μεταβληθεί σε φύλλα, σε λουλούδια… Μια νύχτα βρισκόταν σε νάρκη μέσα στην καλύβα όταν ξύπνησε απότομα σαν να τον τράνταξε κάποιος.

Η γυναίκα μου κάθησε σήμερα στο πιάνο. Δε θέλει βέβαια να τραγουδήση ακόμα, ωστόσο άκουσα μουσική στο σπίτι μου κ' οι αλλοτινές μελωδίες δώσανε στο πνεύμα μας μια νέα φωτεινότερη διάθεση. Γενικά τον τελευταίον καιρό την κυρίεψε κάτι νέο, κάτι που τάζει περσότερα από το πρωτητερινό. Ξύπνησε στη ζωή και φέρνεται μαζί μας, όπως μια φορά.

Και για ν' αφήσουμε τους μεγάλους εκείνους πατριώτες στην ησυχία τους, κάμε μας τη χάρη και πες μας με το μελίρρυτο στόμα σου, τι καλό μας έκαμαν ως την ώρα οι μετοχές και τα παρέμφατα, που τα σπείρετε σαν πατάτες στη Ρούμελη, στη Μακεδονία, στην Ήπειρο; Ως πότε πια θα νανουρίζουμε τακαμάτικο αυτό το έθνος μ' ανωφέλητα λόγια, με παλιές ιστορίες; Πότε θα του βάλουμε σπίρτο στο ρουθούνι να το ξυπνήσουμε; Ξύπνησέ το έτσι το έθνος, κι αυτό μονάχο του θα τις θυμηθή τις περασμένες τις δόξες.

Η κρίση, που ξύπνησε αμέσως τότε όταν είτανε γι' αυτή, κοιμάται τώρα που είναι για με το ζήτημα, θέλω να πολεμήσω με το θάνατο για να βαστάξω την ευτυχία της και τη δική μου, έτσι όπως ανθούσε μια φορά, όχι τότε που μας χαμογελούσε η ζωή, μα τουλάχιστο τότε που δοκιμάσαμε την τιμωρία της κι ωστόσο νομίζαμε πως μπορούσε να μας χαμογελάση. Ήθελα να κάμω το καθετί για να την ξανακερδίσω.

Έλιωσα και πήγα στο μυρολόγι, και κόρη δεν έχω να κλάψη μαζί μου, να λαφρύνη τον πόνο μου που τον αγριεύει η μοναξιά, και λες είνε άνεμος και φυσομανάει σ' ολομόναχα δάσια. Ξύπνησε, Κωσταντάκη μου, και φέρε μου πίσω την Αρετούλα! Το Θεό και τους Αγιούς του έχεις βαλμένους μαρτύρους. Μήτε του Χάρου η δύναμη δεν μπορεί ένα τέτοιο τάξιμο να θάψη.

Ύπνος παιδιακίσιος και μάλιστα ύστερα από δρόμο. Του φώναζαν και το τραβούσαν απ' εδώ κι' απ' εκεί, αλλά δεν μπορούσαν να το ξυπνήσουν. Τέλος του έβαλαν ταμπάκο στη μύτη κι' έτσι φτερνίστηκε και ξύπνησε. Το παιδί, άνοιξε τα μάτια του, κύτταξε γύρω γύρω και το πήρε το παράπονο. — Γιατί παραπονιέσαι, ωρέ; — του είπε ο Ρόβας.

Ο βασιλεύς ευρισκόμενος περικυκλωμένος από τον ύπνον, λέγει του βεζύρη· εγώ δεν ημπορώ πλέον να διαφεντευθώ από τον ύπνον, και διά τούτο στάσου εσύ έξυπνος έως που εγώ κοιμούμαι· και έχε τους οφθαλμούς σου πάντα σταθερούς εις την πηγήν, και ωσάν ιδής κανένα σημείον ξύπνησέ με. Όμως ο βεζύρης στέκοντας πολλήν ώραν χωρίς να ιδή τίποτε, τον επήρεν ο ύπνος και αυτόν και απεκοιμήθη.

Μέσ’ απ’ την κάμαρη ακούστηκε άξαφνα η στριγγλιάρικη φωνή της γριά-καρακάξας της Χαρζανοπουλίνας: « Αχού, Βεργινία μου ! τι κακό που σούρθε ! Αχού, περιστεράκι μου! και που μας αφήνειςκαι το ψεύτικο παράπονο του μυρολογιού της ξέσχισε το πέπλο της σιγαλιάς και της νάρκης της φεγγαράτης νύχτας Ένα σκυλλί μέσα σε μιαν αυλή ξύπνησε κι άρχισε να ουρλιάζη... Ήτον αργά πια.

Β’ ΥΠΗΡΕΤΗΣ Έχω κεφάλι δα κ' εγώ, αυθέντα, διά ξύλα· δεν έχω χρείαν να μου 'πή ο Πέτρος να τα εύρω. ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Ά! μ' έκαμε κ' εγέλασα με την απόκρισίν του· αλήθεια ξυλοκέφαλος! — Να! 'ξημερόνει κι’ όλα! Ο Πάρης με την μουσικήν να έλθη δεν θ' αργήση· όπου κι' αν ήναι θα φανή. Να! έρχεται! Γυναίκα! Αι, παραμάνα! δεν ακούς; πού είσαι, παραμάνα! ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Την Ιουλιέταν 'ξύπνησε κ' ετοίμασε την.

Ξύπνησαν όλοι, όσοι είταν χριστιανοί, ξύπνησε κι' ο Γιάννης, σα χριστιανός που είταν κι' αυτός, και πάη μαζί με τους πολλούς, σε μια από τες πολλές εκκλησιές της πολιτείας. Παρεκύτταξε όλους τους ανθρώπους, που είταν σ' αυτήν την εκκλησιά, αλλά δεν του ώμοιαζε κανένας για τον αδερφό του, το Φώτο. Απέκει πάη σ' άλλην εκκλησιά, αλλά κ' εκεί τίποτε.