Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Ιουνίου 2025
Αποχαιρέτησε σε λίγο τους δυο ξένους, αφού πρώτα τους φίλησε τρυφερά. Την επομένη ο Αγαθούλης έλαβε, μόλις ξύπνησε, μιαν επιστολή, που έλεγε τα εξής! « Κύριε πολυαγαπημένε μου. Δω κι' οχτώ μέρες είμαι άρρωστη σ' αυτήν εδώ την πόλη· μαθαίνω, πως είστε και σεις εδώ· θα πετούσα στην αγκαλιά σας, αν μπορούσα να κινηθώ.
Η ανάγκη όμως, που καθώς είδαμε και προτήτερα, σα να τους ξύπνησε τους δικούς μας και τους σάλεψε σαν που μας κάμνει φωτιά και σαλεύουμε όταν ξεσπάση στη στέγη μας αποκάτω, αυτή τους έδωσε πάλε των Αθηναίων κάποια ενέργεια.
Δεν ήτανε πεια δική του, ήτανε δική μου. Να τώρα που με τη σπλαχνική στοργή του ξύπνησε την τρυφερότητά μου κι' απόκτησε πάλι τη Βασίλισσα. Τη Βασίλισσα; Βασίλισσα ήτανε δίπλα του και τώρα εδώ στο δάσος ζη σαν σκλάβα. Τι έκαμα τα νειάτα της; Αντί των αιθουσών με τα πλούσια μεταξωτά, της δίνω αυτό το άγριο δάσος. Μια καλύβα. Και προς χάρι μου ακολουθεί αυτόν τον κακό δρόμο.
Πρώτος ίσως αυτός ξύπνησε στην ψυχή των ανθρώπων την ανεκπλήρωτη ακόμη επιθυμία να γνωρίσουμε τη συνάφεια της Ομορφιάς προς την Αλήθεια και τη θέση του Ωραίου στην ηθική και διανοητική τάξη του Κόσμου.
Είδε, λέει, η Καλαφάταινα εψές όνειρο, και πήγε ο άγιος του Μοναστηριού και της είπε· «Εγώ που γλύτωσα το κορίτσι σου, εγώ πρέπει και να το πάρω». Κι από την ώρα που ξύπνησε η Καλαφάταινα, μ' αυτό τόνειρο έχει να κάνη. Και το πήραν απόφαση να τη στείλουνε γλήγορα, πρι να ξανάρθη ο άγιος και της κάμη της Καλαφάταινας κανένα κακό». Μ' αποσβόλωσαν τα λόγια του γέρου. Άνοιξε η γης και με κατάπιε.
Κι' είπε μέσα του: — «Εγώ δούλεψα εφτά χρόνια γι' αυτή τη συμβουλή και να μην την ακολουθήσω; Είναι κρίμα!» Και λέγοντας αυτά, γύρισε πίσω και πάη να κοιμηθή. Αλλά, πού ύπνος! Παράδερνε ακέριες ώρες, όταν τη στιγμή, που άρχισαν να λαλούν τ' αρνίθια, τον έκλεψε ο ύπνος και δεν ξύπνησε, παρά όταν λαλούσε ο σήμαντρος της εκκλησιάς.
Ξύπνησε, μικρομάννα, το παιδί σου και κλαίει· ξύπνησε! Γύρισε στο δωμάτιο μ' αποστροφή. Η μοναξιά του φαίνονταν μεγαλείτερη και πιο αβάσταγη τώρα. Έρριξε τα μάτια στο μετόχι του κι ανατρίχιασε. Το σκαμμένο χώμα ασπρολόγαε. Ανάμεσα στους σωρούς, τα χαντάκια έχασκαν σαν τάφοι ορθάνοιχτοι. Από πάνω τους ανάδευαν τα σκοτάδια με σιγαλό και κρύο ανάδεμα.
Είπε, του σύρτη από σιμά της θύρας κείνο εβγήκε, και εις των ανέμων ταις πνοαίς εσκόρπισε• και η κόρη του Ικαρίου ξύπνησε, και ιλάρωσε η ψυχή της, 840 'π' όνειρον ολοφάνερον της ήλθεν εις το δείλι.
Αύριον να κοιμηθής δεν έχει· ο Πάρης δεν το συγχωρεί. — Θεέ, συγχώρεσέ με, βαρύς που είν' ο ύπνος της! Να την 'ξυπνήσω πρέπει. Κυρία μου, κυρία μου! Εάν ο Πάρης έλθη και σ' εύρη ‘ς το κρεββάτι σου, θα σε κατατρομάξη. Δεν θα τρομάξης; 'Ξύπνησε! — Με τα φορέματά σου επλάγιασες; Τι είν' αυτό; Είν' ώρα να 'ξυπνήσης· Κυρία! Ιουλιέτα μου!... Αλλοίμονον! Βοήθεια! Βοήθεια! Η κυρία μου απέθανε! Βοήθεια!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν