Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Ιουνίου 2025


Ο Αλής προσηγόρευεν αυτόν διά του χαριστικού «μπαμπά» και εσέβετο ως πατέρα. Ήτο τολμηρότατος, αιμοχαρής και άκαμπτος, Τούτον εφόνευσεν ο Κατσαντώνης, εις την παρά την Κρύαν Βρύσιν συμπλοκήν.

ΛΟΥΙΖΑ Της έλεγε . . . της έλεγε . . . πως την αγαπάει πολύ . . . πως είνε η πειο ώμορφη του κόσμου . . . ΑΡΓΓΑΝ Κ' ύστερα; ΛΟΥΙΖΑ Ύστερα γονάτισε μπροστά της. ΑΡΓΓΑΝ Κ' ύστερα; ΛΟΥΙΖΑ Ύστερα ήρθε η μαμά στην πόρτα κ' εκείνος έφυγε αμέσως. ΑΡΓΓΑΝ Τίποτ' άλλο; ΛΟΥΙΖΑ Τίποτ' άλλο, μπαμπά μου. ΑΡΓΓΑΝ Το πουλάκι όμως κάτι ακόμα ψιθυρίζει.

Όταν χωρίζωνται οι άνθρωποι πρέπει να είναι εύθυμοι. Τα κλάματα φέρνουν γρουσουζιά! Γεια σου, Τάσσο! ΦΛΕΡΗΣΛέλα, Λέλα. Μη φεύγης, Λέλα. Έφυγε, πάει. Εσύ, Δώρα; Τόσο γλίγωρα; Πώς; Δεν πήγατε με τη βάρκα; ΔΩΡΑ — Ω, ναι, μπαμπά μου. Πήγαμε. Ο κύριος Νίκος ήτο τόσο καλός . . . Όμως έπεσε ο μπάτης και γυρίσαμε μπρος πίσω. ΦΛΕΡΗΣΓι' αυτό φαίνεσαι τόσο λυπημένη; Έλα κοντά μου. Δε χάθηκε ο κόσμος.

Του έδωσε γλυκίσματα κι ο Σβεν είταν υπερευχαριστημένος γιατί νόμιζε πως όλοι οι άνθρωποι εκεί ξέρανε πως πρώτη φορά έκοψε τα μαλλιά του. Έπειτα γύρισε με τη μαμά στο σπίτι κι όταν φτάσανε στην αυλή, άφησε το χέρι της κ' έτρεξε όσο μπορούσε γλήγορα μέσα στον μπαμπά. Στάθηκε μπρος στο τραπέζι, έβγαλε τα καπέλο του και λησμόνησε πως δεν έπρεπε να ενοχλή τον μπαμπά όταν εργάζεται.

Όσο μικρός κι αν είταν, εύρισκε ίσως πως είχε και κείνος τα ίδια δικαιώματα στον πατέρα μαζί με τάλλα αδέρφια κι όσο μικρός κι αν είταν ήξερε πως έπρεπε να έχη κι αυτός τη θέση του εκεί που είτανε ο μπαμπάς, η μαμά και ταδέρφια. Κοίταξε τον μπαμπά ερωτηματικά με τα μεγάλα μάτια του και με τόση θέρμη, σα να είτανε ζήτημα ζωής και θανάτου.

Κι αργά αργά γλυστρούσε σιμότερα, σα να ήθελε ναπολάψη την ανυπομονησία, που είχε ο μπαμπάς να τον σφίξη στην αγκαλιά του, κ' έπειτα κρεμιότανε στο λαιμό του μπαμπά κι ο μπαμπάς τον έφερνε μέσα, ενώ ο σκύλος του σπιτιού γαύγιζε από χαρά και πηδούσε γύρω μας. Θυμούμαι καλά τα μάτια της γυναικός μου όταν έβλεπε τη σκηνή αυτή.

Όμως τον εκρατούσαν σφιχτά δεμένο 'ςτην τιμιότη της τέχνης του τα λόγια του «μπαμπά» όπως τον έλεγε τον τούρκο προβατάρη γείτονά του, που του θυμούσαν τα περασμένα παθήματά του. Πολλές φορές γύριζα κ' εγώ από το γάλα 'ςτον καφενέ τ' Αζώηρου, τ' ανοιξιάτικα αυγερινά, που ανέβαινα 'ςτο βουνό χαράματα.

Τα παιδιά δεν μπορούνε να φτιάσουνε με το νου τέτοια πράματα. Ωστόσο ο Σβεν δεν είταν ο ίδιος αυτό τΟ καλοκαίρι. Χωρίς καμιά αφορμή έλεγε άξαφνα πως είταν κουρασμένος και τότε ήθελε να μένη ξαπλωμένος στη χλόη με το κεφάλι ακκουμπημένο στην αγκαλιά της μαμάς. Ή ερχότανε στον μπαμπά και τον παρακαλούσε να τον πάρη στα χέρια.

Εκεί είταν ακόμα και το βιβλίο του μπαμπά για τα μεγάλα αδέρφια, το αντίτυπο που είχε δώσει της μαμάς κ' έπειτα το πήρε για δικό του ο Σβεν όταν τον παρακάλεσε να γράψη ένα βιβλίο μόνο για το Νέννε. Αυτή είταν η κάμαρα του Σβεν και δω είτανε το άδυτο της Έλσας. Κάθε βράδι έμπαινε κει και κάθε πρωί καθότανε κει, πριν μιλήση με κανέναν άλλον.

Τ' ακούς και συ; Κάτι ψιθυρίζει το πουλάκι, ε, ναι, ω! ώ! πως είδες και άλλα πράγματα και δε μου τα λες. ΛΟΥΙΖΑ Όχι, μπαμπά, το πουλάκι λέγει ψέματα. ΑΡΓΓΑΝ Πρόσεξε καλά! ΛΟΥΙΖΑ Όχι, μπαμπά, μην το πιστεύης· λέει ψέματα σε βεβαιώνω. ΑΡΓΓΑΝ Καλά, θα το δούμε. Πήγαινε και πρόσεξε καλά εις όλα. Πήγαινε. Τι γίνεται, τι γίνεται! Δε θα μπορώ πεια να συλλογίζωμαι την αρρώστεια μου με την άνεσί μου.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν