Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Ιουνίου 2025


Η πολύχρονη σκλαβιά άφησε απάνω του θλιβερή, άγγιχτη σφραγίδα. Ελευθερώθηκε η γις, αλλά σκλάβοι απόμειναν οι χωρικοί και τα χωριά τους. Ο αφέντης άλλαξε, αλλ' ο δούλος απόμεινε ο ίδιος, όπως και προτήτερα.

Το περισσότερο χώμα το σκόρπισαν, φέρνοντάς το μακριά· κ' ύστερις, αφού άπλωσαν απάνω από το στόμα του λάκκου ξύλα ξερά, επάτησαν καλά τ' αποδέλοιπο χώμα για να κάμουν τη γις όμοια με πριν, ώστε κι' αν λαγώς περνούσε τρέχοντας να σπάση τα ξύλα, που ήταν πιο αδύνατα κι' από άχερα, και τότε να μπορέση να μάθη ότι δεν ήτανε γις παρά απομίμηση γις.

Μια μεγάλη κάμαρα όλο πέρα με τα ντουβάρια του αχύλωτα, με καπνισμένα τα δοκάρια της στέγης, που κρέμουνταν απ' αυτά καμιά εικοσαριά βαντάκια καπνού. Η γωνιά μεγάλη και χαμηλή στην άκρη· η γις χάμου είταν αλειμμένη με γλίνα και γύμνια περίσσια ολόγυρα. Μονάχα στην άκρη έν' αμπάρι μελό κι από πίσω τα ρούχα και τα σκαφίδια και τα κόσκινα, και χίλιων ειδών σιγύρια του σπιτιού.

Στις δέκα τη νύχτα πλακόνει άλλο τάγμα τούρκικο δεξιά. Στέλνω για νερό, στέλνω για βοήθεια στον ανθυπασπιστή τον Παπαγεωργίου πούχε δεκάξη άντρας παρακάτω. Τίποτα. Είχε γερή δουλειά κι αυτός. Κι οι Τούρκοι όλη τη νύχτα πυρ ομαδόν πεντακόσα τουφέκια κατ' απάνω μας· κ' έχτιζαν κι οχυρώματα. Έβλεπες τη νύχτα ημέρα· ένα μέτρο απ' τη γις ξαστεριά, φωταψία, και από πάνου καπνός κι αντάρα.

Ο Πάνας θυμόνει με την κόρη, γιατί της εζήλεψε το τραγούδι και δεν απόλαψε την ομορφιά της· και κάνει τρελλούς τους βοσκούς και τους γιδάρηδες. Κ' εκείνοι σαν σκυλιά ή σαν λύκοι την κατακομματιάζουν και σκορπούνε στη γις τα κομμάτια της, που ακόμα τραγουδούσαν.

Λέλα, Λέλα, πού είσαι; Η Λέλα τώρα πού λες να είναι; Λες να είναι στον τάφο της μέσα; Εκεί κάτω στη μάβρη γις; Εκεί κάτω στο κιβούρι; Πού είναι τολόχρυσο, το ηλιόπλαστο το παιδί; Ή μήπως πήγε στον ουρανό πουθενά, κάπου σταστέρια μακριά; Λες να είναι άλλος κόσμος; Δείξε μου πού είναι, γιατί εδώ μέσα τίποτις δε βλέπω.

Ήταν όλα με τάξη και χωρισμένα κ' η μια ρίζα μακριά από την άλλη · μα τα κλαριά τους έσμιγαν ψηλά το ένα με τ' άλλο και μπλέκανε τα φύλλα τους· κ' έτσι φαίνονταν πως κι αυτά ήτανε φτιαστά. Ήτανε και λουλουδιώνε βραγιές, που άλλα τάβγαζε η γις κι άλλα τα φύτευαν τριανταφυλλιές και λαλέδες και κρίνα τα είχανε φυτέψει ανθρώπινα χέρια· γιούλια και μανούσια και γαλατσίδες τάβγαζε η γις.

Κι ωςτόσο θα περάση το ποτάμι! Θα περάση και κατόπι ποιος ξέρει τι θαπαντήση. Μπορεί ακόμη να βρη, στην πόλη κοντά, μπαξέδες συγυρισμένους και χωριά καλλιεργημένα. Κατεβαίνοντας όμως δε θανταμώση, παρά θλίψη και μοναξιά. Η γις ξαναβάζει τα μάβρα της ρούχα. Μόλις φαίνεται, πού και πού, μια καλαμιά στον κάμπο, ένα ρημοκκλήσι σ' ωρφανεμένη χώρα. Μα τι πειράζει; Σαν τον ποταμό, είναι κι ο άθρωπος.

Κι όταν άρχιζε πια η άνοιξη και το χιόνι έλυονε κ' η γις ξεκαθάριζε και το χορτάρι έβγαινε, κ' οι άλλοι βοσκοί έβγαναν τα κοπάδια στη βοσκή και πρώτοι απ' όλους η Χλόη κι ο Δάφνης σαν να εδουλεύανε σε μεγαλύτερο βοσκό.

Εκεί κοιμάται η ευτυχία μας, που μια φορά είτανε μεγαλήτερη από την ευτυχία άλλων. Εκεί κάτω από το χώμα είναι σκλαβωμένη η ψυχή της γυναικός μου, δεμένη με μαγικά δεσμά και καμιά αγάπη δεν μπορεί να την ξαναφέρη πάλι απάνω στη γις. ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ Έχουμε αιώνια μόνο το χαμένο Ένρικ Ίψεν Τίποτες απ' όσα περίμενα και φοβόμουνα δεν άργησε ναρθή.

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν