Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Ιουνίου 2025
Όλα δείχνουν μιαν μαγευτικήν εικόνα χαράς και ευθυμίας ζωοπάροχης και μόνο σ' ένα φτωχικό χαμόσπιτο βασιλεύει — τι φοβερή αντίθεση — της συμφοράς το σκοτάδι.. . Τα μυαλά του σκοτωμένου, σκορπισμένα εις το κεφαλάρι της πόρτας, εκηλίδωναν απαίσια όλο εκείνο το μέρος του τοίχου. Ο ναύτης, ξαπλωμένος και με ανοιχτό το κρανίο, έπιανε το μισό δωμάτιο με το μεγάλο του ανάστημα.
Πες μου, ψυχούλα μου Έφις, πού είναι.» «Πώς μπορώ να σας το πω, αφού ούτε εγώ το ξέρω;» «Πες το μου, πες το μου», επέμενε, σκύβοντας επάνω από το Έφις, ενώ έπιανε τα κολιέ της λες και ήθελε να τα βγάλει και να του τα προσφέρει. «Τον διώξατε; Τον έδιωξε η ντόνα Νοέμι;….. Πες το μου, εσύ το ξέρεις. Η Γκριζέντα μου θα πεθάνει….»
Όσο κι αν είταν ο Μονοφυσιτισμός ξαπλωμένος σε Ασία και σε Αφρική, στην Πρωτεύουσα όμως και στα περίχωρα της δεν έπιανε η βαφή του, και πρώτος πρώτος ο Πατριάρχης ο Ακάκιος διαμαρτυρήθηκε για την εγκύκλιο.
Ο Γερο-Μαθιός ο γραμματοκομιστής, κάθε φορά που έπιανε το βαπόρι στο νησί, περνούσε απόξω απ' το σπίτι με στίβα τα γράμματα. — Έχομε τίποτα, Μαθιό; ρωτούσε η Ουρανίτσα απ' το παράθυρο. Τον περίμεν' εκεί από το ξημέρωμα του Θεού κάθε Παρασκευή. — Τίποτα, μάτια μου. Άμποτε να είχατε να σας το φέρω τρέχοντας. Δεν έχει, παιδί μου.
Όταν όμως είτανε να φύγη η μαμά ή και να βγη, μονάχα έξω χωρίς αυτόν, τότε τον έπιανε απελπισία. Η θλίψη του δεν είχε όρια και το κλάμα του είτανε τόσο απαρηγόρητο, ώστε δεν εύρισκε κανένας μέσο να τον ησυχάση. Ναι, μας έκανε τόση λύπη να τον βλέπουμε έτσι, ώστε δεν το ξεχνούσαμε εύκολα κ' ένα πρωί μιλούσαμε γι' αυτό.
Δεν την έμελε για φαΐ, αγρυπνούσε τη νύχτα, παραμελούσε το κοπάδι· πότε γελούσε, πότε έκλαιγε· πότε εκοιμόταν, πότε πεταγόταν από τον ύπνο της· το πρόσωπό της εχλώμαινε και πότε πάλι άναβε· μήτε αν την έπιανε των βωδιών η μυίγα, θα πάθαινε τέτοια.
Το ίδιο εκείνο απόγευμα, ο συμβολαιογράφος και η φιλενάδα της μακαρίτισσας ήλθαν να στήσουν τον εργαλειό εις την καλύβα της Φρόσως — Φρόσω έλεγαν την μικροτέραν από τας τρεις εγγονάς — αλλ' η καλύβα ήτο τόσο στενή, ώστε θέσιν δι' αυτόν δεν εύρισκαν. Το μεγάλο κρεβάτι εις την γωνιά έπιανε τον περισσότερο τόπο.
Τότες ήτον οπούχε βάλει 'ς το νου του για ν' αρχοντέψη ο Ζώης. Έπιανε και παράν αλήθια με την τέχνη του. Επάντρεψε μιαν αδερφή του. Επαντρεύτηκε κι αυτός κόρη νοικοκυροπούλα με προικιό, και τώρα .... ποιος τον κουβέντιαζε! Η μάνα του, ζούσε η κακομοίρα, κ' η δυο η αδερφάδες του, δεν είχανε πού να τον βάλουν.
Κι' απ' την ημέρα που φανερώθηκε στο χωριό, περπατούσε πάντα μονάχος και πάντα έρημος στα χωράφια και τις ακροποταμιές. Τα παιδιά μόλις τον ένοιωθαν τον παίρνανε από πίσω. «Αι! Αι! ο τρελλός»... Αυτός όμως τραβούσε το δρόμο του αδιάφορα και τα παιδιά δεν μπορούσανε να τον φθάσουν. Κι' όταν τον έφθαναν τους έπιανε τέτοιος φόβος, που γύριζαν πίσω.
— Δεν έκανε καλά. Να βρίση νοικοκυρά γυναίκα. Πού ακούστηκε; Να την πη στρίγγλα! Του Καπετάν Λαλεχού του ανέβηκαν τα αίματα στο κεφάλι. Αργούσε να τον πιάση, μα σαν τον έπιανε το μπουρί ο Θεός φυλάξοι. — Εσύ βρε έβρισες τη γυναίκα μου; Και γούρλωσε τα μάτια του. — Ας μη μ' έβριζε κι' αυτή! είπε ο Μαθιός κ' έκαμε να φύγη. — Πού πας, βρε χαμάλη, μπεκρούλιακα!...
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν