United States or New Zealand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' ορμώντας σα ζυγώσανε με τ' άρματα στα χέρια, τίναξε πρώτος ο Φηγιάς το τροχιστό κοντάρι· 15 όμως η μύτη απάνωθες περνάει απ' του Διομήδη τον ώμο τον αριστερό με δίχως ναν τον βλάψει. Δέφτερος ρήχνει τότε αφτός, μα απ' το δικό του χέρι τ' όπλο δεν πέταξε άδικα, μον του χτυπάει τα στήθια μεσόβυζα, κι' οχ τα φαριά τόνε γκρεμίζει χάμου.

Γιατί καθώς γυρνούσε 40 πρώτος να φύγει, τούμπηξε στη ράχη το κοντάρι, των ώμων του καταμεσύς, και τόβγαλε ως στα στήθια. Και πέφτοντας βροντάει, αχούν και τ' άρματα από πάνου.

Κι’ ουδέ κανένας βρίσκεται στον κόσμο, σαν εμένα.... — Πίστεψε, Γιάννο, πίστεψε, δεν αγαπώ κανένα! Κι’ ως τώρα δεν την έννοιωσα τη γλύκα της αγάπης, Γιατ’ έχω πέτρα την καρδιά και σίδερο τα στήθια... Φύγε από μένανε μακρυά, μη στέκεσαι μπροστά μου. Γιατί μου φέρουν συχασιά τα ερωτικά σου λόγια!

Πόσο αψηλόσκεπου σπιτιού εφτάφαρδή 'ναι η πόρτα ανθρώπου πλούσιου, τεχνικά φτιασμένη με μαντάλους, τόσο μεγάλες τ' άνοιγαν ζερβόδεξα οι φτερούγες. Κι' από ψηλά διαβαίνοντας το κάστρο γοργοπέτης βουτάει δεξά τους· κι' όλοι εκεί τον είδαν μ' αναγάλλια 320 κι' εντός τους έγιανε η καρδιά στα πληγωμένα στήθια.

Αχ, τα στήθια της νάλυωναν ήθελε κάτω απ’ αυτό το βάρος που λίγο της φαινότανε για την αγάπη της.

Είταν ασάλευτος, και τα στήθια του ματωμένα. Είταν πεθαμμένος ο ακριβός μου! Και καθώς που στέκουμουν και τον έβλεπα, ξερή σαν την πέτρα, έρχουνται πάλι και με τραβούνε μέσα οι σκύλοι. Φοβηθήκανε μην τους ξεφύγω. Εμένα τώρα με βασανίζανε δυο στοχασμοί. Ο ένας να γλυτώσω το γέρο, ο άλλος, &να σκοτώσω& τους φονιάδες του Γιώργη μου. Αυτοί οι Τούρκοι είταν ξένοι. Δε μας ήξεραν.

Είπε, και σύγνεφο άνηλιο τον σκέπασε θανάτου, και πέταξε οχ τα στήθια του να πάει η ψυχή στον Άδη, κι' έκλαιε το μάβρο της γραφτό π' αφήκε αντριά και νιότη. Μα και νεκρό έτσι ο Αχιλιάς του φώναξε και τούπε «Ψόφα εσύ τώρα, κι' έπειτα ας μούρθει εμένα ο χάρος, 365 σα θέλει ο Δίας κι' οι λοιποί θεοί να μου τον στείλουν

Ίσα γυμνώνει στη στιγμή τ' ωριόξυστο δοξάρι, 105 τ' αγριοτραγήσο, π' άλλοτες τον τράγο μοναχός του κάτου απ' τα στήθια βάρεσε, εκεί που τον καρτέραε κι' απ' το ποδόχι στον γκρεμό τον είδε να προβάλει· κι' έπεσε χάμου ανάσκελα ο τράγος οχ το βράχο. Κατάκορφα 'χε κέρατα μακριά δεκάξη χούφτες, που ο κερατοπελεκητής του τάδεσε με τέχνη 110 τα γιάλισε όλα, και χρυσό τους έβαλε κοράκι.

Χαρούμενο 'ς τ' αρπάγια του τον έχει το σφαλάγγι Και του βυζαίνει την ψυχή. Ξεραίς παλαμονίδαις Του στρόνει μέσατη σπηλειά και τόνε ρίχνει επάνω. Με δαγκανάρια, με σχοινί τα χέρια ξεκλειδόνει Και τα φορτόνει σίδερα, του δένει τα ποδάρια, Χαλκά του σφίγγειτο λαιμό. Τα στήθια του πλακόνει Μ' έν' αγκωνάρι κοφτερό.

Τα στήθια του από ολόβολο κοτρώνι ξαλαφρώσαν, Της αχνισμένης όψης του σφογγάει τον κρύον ίδρω, Παίρνει βαθύν ανασασμό μες οχ τα φυλλοκάρδια.