United States or Burkina Faso ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι πέλαγο θλίψης χτυπούσε μέσα στα κατάστεγνα στήθια της γριάς.

Από τον καϋμό του εγράφθηκε δόκιμος εις τον Τ ε κ έ εδώ κοντά μας, και πάγει κάθε Παρασκευή και τρώγει μαζί με τους νδερβησάδες το αφιόνι, και γονατίζει μ' αυτούς και αναστενάζει, ως που αιματώνουν τα σπλάγχνα του, και χτυπά τα στήθια του, ως που τον βγάλλουν λιποθυμημένον από την μέση τους. Και αν ήταν μόνον τούτο δεν πειράζει.

Τι πρώτος καθώς έρχουνταν, τα στήθια, στο δεξύ του 480 κοντά βυζί, του τρύπησε, κι' αντίκρυ το κοντάρι βγήκε ως στον ώμο, κι' έπεσε στη γης ο νιός, σα λέφκα που σε πλατύ είναι και χλωρό λιβάδι φυτρωμένη, γλιστρή, με κλώνους στην κορφή ψηλά ψηλά απλωμένους, κι' αμαξοφτιάστης σύριζα με το μπαλτά την κόφτει, 485 τι θέλει σ' όμορφου αμαξιού κουτί να βάλει γύρο, κι' αφτή στην ακρορεματιά ξεραίνεται στρωμένη· όμιο με λέφκα ξάπλωσε το Σημοήσο ο Αίας, θρέμμα του Δία.

Ο γέροφιλόσοφος ένοιωσε τότε τα γέρικα στήθια του να πλημμυρούνε από ένα κατάλευκο φως. Κι' αναστέναξε. Ο αναστεναγμός του δεν ακούσθηκε. Ένα αηδόνι, που τραγουδούσε μέσα στα κλαδιά του κυπαρισσιού, βουβάθηκε κι' αυτό. Το αλαφρό φλοίσβημα του νερού έσβυσε γλυκά στις όχθες της λίμνης. Το μακρυνό παράπονο του κούκου σώπασε. Όλους τους ήπιε το φως του φεγγαριού.

Σε κράζει ο Αγαμέμνος, για να κοιτάξεις την πληγή του βασιλιά Μενέλα 205 που κάπιος τον σαΐτεψε, τεχνίτης στο δοξάρι, Τρώας ή σύμμαχος, τιμή για αφτόν, για μας λαχτάραΈτσι είπε, και του τάραξε τα σπλάχνα μες στα στήθια. Κι' αμέσως κίνησαν οι διο να παν μέσα απ' το πλήθος, του μάκρους τον απλόχωρο ακολουθώντας κάμπο.

Τι σ' όλους τους θεούς μπροστά τότ' είπε με καμάρι 100 Ακούστε με, όλες οι θεές, κι' όλοι οι θεοί ν' ακούστε, για να σας πω όσα μου ποθεί μέσα η καρδιά στα στήθια.

Ας χαίρεται τον άντρα της η Αφροδίτη τώρα· κ' εμείς ας τόνε φέρωμε, πριν καλοξημερώση, με τη δροσιά της χαραυγής, στο περιγιάλι κάτω, κ' εκεί, με τα μαλλιά λυτά και με γυμνά τα στήθια, όλες μαζί ας αρχίσωμε το λιγερό τραγούδι.

Αυτά τα λόγια, που ήκουε ταχτικά, όσες φορές έδινε το γράμμα της να της το διαβάση ο παπάς, ξανάνειοναν την υπομονή της στα στήθια της, και παίρνοντας καινούργιο θάρρος έλεγε μέσα της: — Ο Κώστας μου μ' αγαπάει... δε γίνεται να με λησμονήση! Θάρθη μια μέρα!

Πού βόσκετε έτσι με το νου χαμένο, σα ζαρκάδια που σα διαβούν πηλαλητά μεγάλο κάμπο, στέκουν αποσταμένα, κι' η καρδιά τους παραλεί στα στήθια; 245 Έτσι κι' εσείς νεκρώσατε και χέρι δεν κουνάτε!

Τέτοια διαλάλησε προσταγή το σαββατόβραδο στο μεσοχώρι και στ' ανηφορικά σταυροδρόμια ο πρωτόγερος, ανεβαίνοντας σε ξάγναντους και σε πεζούλια απάνου, ακουμπώντας κατά πίσω το χοντροκαμωμένο κορμί του στο δεκανίκι του το κρανένιο και προβάλλοντας κατά 'μπρός τ' ανοιχτά στήθια του, ως νάθελε να βγάλη μες από τα σωθικά όλη του τη βροντερή φωνή και να την χύση σ' όλο το χωριό γύρα.