United States or Equatorial Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έβαλε τότε μια φωνή ο βασιλιάς, έβαλε μια φωνή που ήτανε σαν κλάμα: — Πιστοί του βασιλιά! Προσκυνήστε τη βασίλισσά σας.... Οι πιστοί σκύψανε ολόγυρα τα κεφάλια τους. Τότε μια χαρά χύθηκε ξαφνικά στην όψη του νέου βασιλιά. Έβαλε πάλι το χέρι του στον κόρφο κ' έβγαλε κρυφά ένα χρυσό μαχαίρι. Πριν να προφτάσουν να τον ιδούν τα θαμπωμένα μάτια των πιστών του, τόμπηξε βαθιά στα πονεμένα στήθια του.

Κι' ήβρε εκεί το γιο της που πεσμένος στα στήθια απάνου του νεκρού πικρόλαλα θρηνούσε, 5 κι' ένα σωρό συντρόφοι του μοιρολογούσαν γύρω.

Κι' οι Δαναοί καμάρωναν θωρώντας, μα των Τρώων τα ήπατα όλων φοβερή τους τάκοψε τρομάρα. 215 Λάχτιζε ακόμα κι' η καρδιά του Έχτορα στα στήθια, μιας όμως κι' αντροκάλεσε, πάει τέλιωσε, δεν είχε πια να ξεκόψει ή να χωθεί στο πλήθος ξαναπίσω.

Ειδέ τα πλήθη εγώ να πω και ναν τα νοματίσω, κι' αν είχα δέκα στόματα και γλώσσες δε μπορούσα, κι' αν άσπαστη είχα τη λαλιά και σίδερο τα στήθια. 490 Όμως θα πω τους αρχηγούς και χώρια κάθε αρμάδα.

Εγώ έτσι σε μεγάλωσα, θεόμορφε Αχιλέα, 485 και σ' αγαπούσα ολόψυχα, τι μήτε σε παιχνίδι μ' άλλον να πας δεν ήθελες μήτε να φας στο σπίτι, παρά να σε χορταίνω εγώ στα γόνατα μου απάνου, κριάς κόβοντάς σου και κρασί βαστώντας σου στα χείλια. Πολλές φορές μου λέκιασες το ρούχο απάς στα στήθια 490 με το κρασί, όταν τόβγαζες χωρίς να καλονιώθεις.

Αλλ' άμα έρριχνα τα μάτια μου προς τη ράχη, που είταν πάντα μπροστά μου, μου φαίνονταν, ότι έφευγε κι' αυτή με την ίδια γληγοράδα, που κυνηγούσα να τη φτάσω, μ' έπιανε η στενοχώρια της ανυπομονησιάς, κι' άρχιζα να κεντάω με μανία τα πλευρά του κακομοιριασμένου του ζώου, που είχα κατωθιό μου, κι' αυτό το δύστυχο, γεμάτο υπακουή σκλάβου, κι' υπομονή Ιώβ, αφίνοντας μικρό βογγυτό, μες από τα στήθια του, τραβούσε μπροστά, μ' όση ορμή μπορούσε να βάλη, χωρίς να δείξη το παραμικρό κάκιωμα, για τες σκληρές και απάνθρωπες κεντησιές, που του τραβούσα στα πλευρά με τους φτερνιστήρες μου.

Τι πίσω πλάκωνε στοιχιό ο Πάτροκλος, και πάντα 372 ομπρός! στους άντρες φώναζε, που οι Τρώες σαστισμένοι και σκούζοντας κάθε στρατί πλημμύρησαν, και τ' άτια 374 375 άναβλα πήραν του καστριού στα τέσσερα το δρόμο. 375 376 Τον Πρόνο τότες σούγλισε με το λαμπρό όπλο πρώτα399 στα στήθια εκεί σαν τάδειξε ασπιδογυμνωμένα400 πούπεσε αχώντας και νεκρός απόμεινε στον τόπο.

Του λιονταριού, της πάρδαλης δεν είναι τόση η τόλμη, 20 δεν έχει τόση ο ξεσκιστής αγριόχοιρος που μέσα στα στήθια η γίγισσα καρδιά του βράζει απ' αντριοσύνη, όση έχουνε περφάνια οι γιοι του Πάνθου οι φαντασμένοι.

Κι' άμα τον είδε, χάρηκε ο πρωταφέντης τ' Άργους, και κράζοντάς τον του λαλεί διο φτερωμένα λόγια «Αχ, γέροντα, όπως μέσα ο νους σούναι μεστός στα στήθια. έτσι το χέρι ας σ' άκουγε, τα κότσα ας σου βαστούσαν! Μόνε τα έρμα γερατιά σε τρων... που να θε πιάσουν 315 κάνα άλλονε, και με τους νιους να σ' έβλεπαν εσένα

Μα τέλος πια αγκαλιάζει χοντρόκορμη αψηλή φτελιά, που ξεκολνά απ' τις ρίζες και συνεπαίρνει πέφτοντας τον όχτο, κι' αμποδίζει τ' αφροκυμάτιστα νερά με τους πυκνούς της κλώνους. 245 Τότε οχ το κύμα ξεπηδάει, και φτερωτό με πόδι παίρνει τον κάμπο αβάσταχτος, λες είχε γληγοράδα 247 σαν του νυχτόφτερου τ' αητού, του κυνηγάρη αγιούπα, 252 πούναι πουλί το πιο γοργό, το πιο λεβέντικο όρνιο· έτσι στο κάμπο δρόμιζεκι' αχούσε απάς στα στήθια φρίκη ο χαλκός τουκι' έφεβγε δεξά ζερβά γυρνώντας, 255 μα πάντα ο πόταμος μ' αχούς τού πλάκωνε ξοπίσω.