United States or Madagascar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και όταν τον εστενοχωρούσαν με τα λόγια τους και με τα βλέμματά τους που ήσαν πλέον παρακαλεστικά από τα λόγια τους, έσκαε την κόκκινη σκούφια του χάμω και μελανιάζοντας έλεγε: — Ανάθεμα στον καπετάνιο που τσουρμάρει συντοπίτες του! Να με ιδής στο πίκι κρεμασμένον Μπαρμπατρίμη, αν βάλω άλλη φορά στη γολέτα μου Μυκονιάτη!...

Άλλες φαρδειές χοντροκομένες, χοντρορραμμένες, που πλέουν μέσα τους κάτι αγριοσώματα, και ξεβγαίνουν κάτι αγριοκεφάλια πλημμυρισμένα από μεγάλα πολυχρονίτικα μαλλιά και γένεια, και κάτι σκουφίτσες μαύρες-μαύρες και κεντημένες, και λυγδερές, που γυαλίζουν στον ήλιο σα διαμάντια.

Και τόσο μάλιστα τον ξάνοιξε τον κύκλο του, που όχι μόνο στη Θράκη, παρά και σ' όλη τη Μικρασία έφτανε η δύναμή του. Δεκατρείς επισκόπους λεν πως ξεθρόνισε στη Λυδία και στη Φρυγία μονάχα. Τέτοια λοιπό μέτρα δεν μπορούσε να τα λαβαίνη δίχως να κάμνη εχτρούς και να βρίσκη φοβερή εναντίωση μέσα στον τόπο. Έπειτα είταν οι αυλικοί κ' οι άλλοι πολιτικοί αξιωματικοί.

Προξενητάδες πέζευαν στον Πύργο καθεμέρα Της Κόρης της πεντάμορφης, της ξακουσμένης Κόρης, Άλλοι σταλμένοι απ’ άρχοντες, κι’ από ρηγάδες άλλοι, Και προξενιές της φέρνανε και τη ζητούσαν νύφη Για ζηλευτά ρηγόπουλα, για πρώτους αφεντάδες, Κι’ εκείνη πάντα αρνώντανε το λόγο της να δώση, Κι’ ουδέ ρηγόπουλο ήθελε, κι’ ουδέ κανέν’ αφέντη, Αλλ’ ήθελε άξιον κι’ ώμορφο, γερόν και παλληκάρι, Που να μην έχη ταίρι του σ’ όλη την οικουμένη, Στη δύναμη, στην ωμορφιά και στο γλυκό τραγούδι, Και μαραμένοι γύριζαν όλ’ οι προξενητάδες, Χωρίς την αρραβώνα της την πολυζηλεμένη.

Αφέντη μου, απάντησαν όλοι οι δερβισάδες μαζί, «ήρθαμε εδώ για πρώτη φορά μια ώρα πριν από σαςΤότε γύρισαν στον βαστάζο να δουν αν μπορούσε αυτός να εξηγήσει το μυστήριο, αλλά και αυτός δεν ήξερε τίποτα. Στο τέλος ο Καλίφης δεν μπορούσε να βαστάξει την περιέργειά του, και ανακοίνωσε ότι θα υποχρέωνε τις κυρίες να τους εξηγήσουν την παράξενη συμπεριφορά τους.

Ο 'γούμενος άρχησε την ομιλία με τη χήρα και στον ίδιο καιρό εκερνούσε και αυτήν και τον Άνθιμο, χωρίς να λησμονά τον εαυτό του. Οι χωριανοί ετρωγόπιναν ανάμεσό τους κ' ετραγουδούσαν χωρίς να δίνουν προσοχή στο 'γούμενο με την παρέα του.

Στον καθρέφτη άντα τηριέσαι, Φύλλι, μη μου ξεπλανιέσαι, Τόσο να παραπροσέχης, Για να βρης τι τάχα έχεις Που μαγεύεις τον καθένα, Όποτε αντικρύση εσένα. Γιατί αυτό που σε στολίζει, Κι' οχ της άλλαις σε χωρίζει, Αν εσύ καλά γνωρίσης, Αλλον πλιο δε θ' αγαπήσης· Και θα πάθης στην καρδιά σου, Ό,τι οι άλλοι οχ τη θωριά σου. Και αλοίμονο σε εμένα, Που θα ελπίζω στα χαμένα.

Ο Έφις όμως άρχισε να βογκάει και τρανταζόταν αδύναμα σαν ένα λαβωμένο πουλί που προσπαθεί ακόμη να πετάξει. «Θέλετε να με πεθάνετε πριν την ώρα μου…» Τότε ο γιατρός έκανε νόημα με το χέρι και το κεφάλι σηκώνοντας τα μάτια στον ουρανό και ο ντον Πρέντου ακούμπησε πάλι κάτω τον άρρωστο, τον ξανασκέπασε και δεν αστειεύτηκε πια. Κι έτσι τον άφησαν.

Τώρα πια ορκίσου πως θα κάμης ό,τι αυτήν την ύστερη στιγμή θα σου ζητήσω, αν και μου είναι αδύνατον να εύρω αυτό που αξίζει να δώσης ως αντάλλαγμα της τόσης μου θυσίας. Γιατί δεν είναι τίποτε στον κόσμο πιο μεγάλο και πιο πολυτιμότερον απ' την ζωή του ανθρώπου. Έπειτα θε να ιδής και συ πως δεν θα σου ζητήσω τίποτε άδικον, γιατί το ξέρω πως το ίδιο θα αγαπάς και συ αυτά τα δύστυχα παιδιά μας.

Μα μιαν αβγή ο Μελέαγρος το σκότωσε, ένας γιος του, τι έμασε κυνηγούς πολλούς από 'να πλήθος χώρες και σκύλους· τι άντρες λιγοστοί πού ναν το κάνουν ζάφτι! 545 τέτιο θεριό 'ταν, κι' έστειλε πολλές ψυχές στον τάφο. Βάζει για αφτό τότε η θεά διχόνια αναμπουμπούλα, για του θεριού την κεφαλή και το τριχάτο δέρμα, κι' εφτύς Κουρήτες κι' Αιτωλοί σ' αρχίζουν το κοντάρι.