Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025
ΠΥΘΙΑ Τη μάννα που σ' εγέννησε, πάρε τ' αυτά και βρέσ' τη. ΙΩΝ Και στην Ασία θα διαβώ και στην Ευρώπην όλη. ΠΥΘΙΑ Εσύ μονάχος θα τη βρης. Σ' ανέθρεψα, παιδί μου, ακούοντας εις το θεό, και σου τα δίνω τούτα που ηθέλησα να πάρω εγώ, χωρίς να με προστάξης, και να σε σώσω• το γιατί δεν θα το ειπώ σε σένα.
Ύστερα από πολλών ημερών δρόμον, έφθασα εις τούτον τον τόπον, και βλέποντας ετούτο το εύμορφο λειβάδι, ηθέλησα να αναπαυθώ κάμποση ώρα, και ξεπεζεύοντας επήγα σιγά, εις το παλάτι, εκεί που βλέπεις εκείνα τα εύμορφα δένδρα και εκάθησα υποκάτω εις ένα από αυτά, κοντά εις το οποίον έτρεχεν ένα κρυσταλλώδες νερόν.
— Καίσαρ, ακούεις! είπεν η Ποππέα. — Αυτό είναι δυνατόν, ανέκραξεν ο Νέρων. — Θα συνεχώρουν τας ιδίας μου ύβρεις, εξηκολούθησεν ο Χίλων, αλλ' ακούσας τούτο ηθέλησα να την μαχαιρώσω. Δυστυχώς ημποδίσθην υπό του ευγενούς Βινικίου, ο οποίος την ερωτεύεται. — Ο Βινίκιος; Αλλ' εκείνη τον αφήκε και έφυγε, παρά να . . . — Έφυγε, αλλ' εκείνος ήρχισε να την αναζητή, μη δυνάμενος να ζήση άνευ αυτής.
ΧΟΡΟΣ Ώ, δεν υπάρχει, δεν υπάρχει τρόπος τον θάνατό μου πεια να τον γλυτώσω• γιατί του Βάκχου το κρασί εκείνο, όπου ηθέλησα 'ς αυτόν να δώσω, εφανερώθη που είχε τη σταγόνα τη Φονική, που εχύθη απ' τη Γοργόνα. Αχ! είναι ολοφάνερο, πως τώρα του Άδη εμείς θα γίνουμε τροφή• η συφορά για μας, και στην κυρά μας μέσα στους βράχους η καταστροφή.
Αλλ' ο κυβερνήτης με τα δάκρυα του έπεισε τους ναύτας να μη μας φονεύσουν ούτε άλλως να μας κακοποιήσουν, προς εμέ δε είπε• Εξήντα χρόνια, ως βλέπεις, έχω ζήσει με τιμήν και ευσέβειαν και δεν ηθέλησα τώρα που έφθασα εις αυτήν την ηλικίαν και έχω γυναίκα και παιδιά να μολύνω τα χέρια μου με φόνον.
Εγώ ευρισκόμενος εις τέτοιον χορόν, έτρεπε να χορέψω και με το στανιό μου· και διά να την ευχαριστήσω ηθέλησα να ειπώ την αλήθειαν· αχ, βασίλισσά μου, είπα σαν επιθυμάς να ειπώ την καρδιά μου, εγώ σε παρακαλώ να μη το ήθελες πάρει εις βάρος· η Καλεκάρη είνε εκείνη που πληγώνει την καρδιά μου, χωρίς να καταφρονέσω ούτε την βασιλείαν σου, ούτε τες άλλες ευγενικές νέες που στέκονται, επειδή και ολωνών η ευμορφιά είνε απαρομοίαστη.
Ηθέλησα να ίδω καλλίτερον, να κορέσω τους οφθαλμούς μου με της αποξενώσεώς μου το θλιβερόν θέαμα, και πηδήσας την απέναντι του περιβόλου μας φραγήν ανέβην εις τον αμπελώνα, τον οποίον ο δρόμος εχώριζεν από τον κήπον μας. Το έδαφος ήτο ανωφερές, ώστε έβλεπα εκείθεν ολόκληρον την περιοχήν μας.
Αλλά τότε εφρόνουν ότι ο θάνατος είναι η μεγίστη των ποινών. Δεν με εθεράπευσαν εκείνοι· ο γέρων ιερεύς της Τήνου με έπεισεν ότι η ζωή είναι ποινή βαρυτέρα του θανάτου. Ω, είχε δίκαιον! Του υπεσχέθην ότι θα παραμείνω μέχρις ου έλθη απρόσκλητος ο θάνατος. Ποσάκις μετενόησα διά την δοθείσαν υπόσχεσιν, ποσάκις ηθέλησα να πατήσω τον όρκον μου! Αλλ' όχι! θα τον τηρήσω πιστώς!
Έθεσα, τότε την χείρα επί του ώμου της και ηθέλησα να την προτρέψω να φάγη, αλλά δεν ηδυνήθην να είπω πολλά, διότι είδα τα δακρυα ρέοντα διά μέσου των δακτύλων της, και επνίγετο η φωνή μου και εθολούντο οι οφθαλμοί μου. Η μήτηρ μου εκάθητο παρέκει. Έδειξα διά της χειρός την Ανδριάναν και με ενόησεν η μήτηρ μου, και εγερθείσα ήλθε πλησίον της δυστυχούς νέας.
— Σε ηρώτησεν ο πατέρας μου, και είπες ότι είχες πάγει διά ψάρευμα. — Ναι. — Εγώ όμως σε είχα ιδεί που υπήγες, εις την ξηράν και όχι εις την θάλασσαν. — Λέγεις; — Και δεν ηθέλησα να πω τίποτε, διότι δεν μ' έμελε και τόσον. — Ας είνε. — Κατάλαβα όμως ότι δεν λέγεις όλαις ταις φοραίς την αλήθειαν. — Και αυτό γίνεται. — Τώρα θα σ' ερωτήσω κάτι άλλο. — Λέγε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν