Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025
Τότ' έλεγεν η 'Αθηνά προς τον Κρονίδη Δία· «Κρονίδη, ω πατέρα μας, πρώτε των βασιλέων, 'ς το ερώτημά μου απάντησε· τι μέσα ο νους σου κρύβει; εις του πολέμου τα κακά, 'ς το αίμα, θα τους σπρώχνης 475 ή μεταξύ τους βούλεσαι να στήσης την αγάπη;»
Και ο σεβαστός Τηλέμαχος τότ' είπε μεταξύ τους• 405 «Ελεεινοί, φρενιάζετε• και την καρδιά σας ήδη το φαγοπότι ενίκησε• κάποιος θεός σας σπρώχνει. τώρα, 'που εκαλοφάγετε, 'ς το σπίτι του ο καθένας, αν θέλη, ας πα να κοιμηθή, δεν διώχνω εγώ κανέναν»,
Νιός έτσι ακόμα ας είμουνα, έτσι γερά ας βαστούσα, σαν τότες που τ' Αμαρυγκιά θαφή είχαν στο Βουπράσι, 630 του βασιλιά τους, κι' έστησαν αγώνες τότε οι γιοι του. Εκεί κανείς τότ' ίσος μου δε βγήκε, θες Πυλιώτης, θες Επειγός λιοντόψυχος θες Αιτωλός βουνήσος. Στους γρόθους πρώτα νίκησα τον άξιο Κλυτομήδη· στο πάλεμα ένα απ' την Πλεβρό λεβέντη, τον Αγκάγιο, 635 που να μου βγει σηκώθηκε.
Άλλος πάλι τότ' έλεγε των αποτόλμων νέων· «Όμοιαν να λάβη απόλαυσιν εις την ζωή του εκείνος, καθώς ποτέ θα δυνηθή το τόξο να τανύση».
'ς την Ίλιον ακολούθησεν εκείνος τους Ατρείδαις με τα κυρτά καράβια του· εμ' Αίθωνα ονομάζουν· εγώ νεώτερος, αυτός καλήτερος και πρώτος. τότ' είδα εγώ κ' εξένισα εκεί τον Οδυσσέα· 185 σφοδρός τον έσπρωξ' άνεμος 'ς την Κρήτη απ' τον Μαλέα προς την Τρωάδ' ως έπλεε· 'ς τον Αμνισόν, εις τ' άντρο της Ειλειθυίας άραξε, 'ς τα δύσκολα λιμάνια, και μόλις αυτού ξύφυγεν απ' ταις ανεμοζάλαις.
Τότ' είπε ο θεοπρόσωπος γιος του Δαρδάνου ο γέρος «Πιος είσαι εσύ, καλό παιδί; πώς λέγουνται οι γονιοί σου; Πώς μ' αρχοντιά μού παίνεσες το δύστυχο παιδί μου!»
Τούτα εύχετ' ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας• την κόρη ωστόσον έπαιρναν 'ς την πόλι τα μουλάρια. και ότ' έφθασε 'ς τα υπέρλαμπρα παλάτια του πατρός της 'ς τα πρόθυρα τα εκράτησε, και ολόρθοι ολόγυρά της οι θεϊκοί της αδελφοί τα λύσαν απ' τ' αμάξι, 5 κ' έμπαζαν τα φορέματα• 'ς το δώμα της η κόρη εσύρθη και της άναβε φωτιάν η Απειραία γερόντισσα Ευρυμέδουσα θεράπαινα, 'που εφέραν απ' την Απείρην άλλοτε τα ισόπλευρα καράβια, και δώρο τότ' εξαίρετον εδόθη του Αλκινόου, 10 του βασιλέα, 'π' ως θεόν οι Φαίακες ετίμαν. την λευκοχέρα Ναυσικά τούτ' είχεν αναστήσει, και τώρα στιά της άναβε κ' ετοίμαζε τον δείπνο.
ΚΕΝΤ Εάν και ήχον δανεικόν 'μπορέσω ν' αποκτήσω, ως κ' η φωνή μου να κρυφθή, τότ' εκτελείται ίσως ο αγαθός μου ο σκοπός που μ' έκαμε ν' αλλάξω μορφήν και πρόσωπον. — Λοιπόν, ω Κεντ, εξωρισμένε, εκεί οπού σ' επαίδευσαν, αν σε δεχθούν ως δούλον, ο σεβαστός σου κύριος ακούραστον θα σ' εύρη! ΛΗΡ Να μην αργοπορήση ούτε στιγμήν το γεύμα μου. Ετοιμάσατέ μου το αμέσως. — Ποιος είσαι συ;
Τότ' όλ' εκεί εφώναξαν οι Αχαιοί οι άλλοι, Τον ιερέα να 'ντραπούν, και να δεχθούν τα λύτρα. Όμως ο Αγαμέμνονας δεν τ' άρεσ', ο Ατρείδης· Αλλά κακά τον έδιωξε, και προσταγή φρικτή 'πε·
Λέγει μ ο υ σ ι κ ή μ ε ή χ ο ν α ρ γ υ ρ ό ν, διότι δεν σας φέγγει τίποτε χρυσόν εσάς. Τότ’ η μουσική με ήχον αργυρόν μας παρηγορεί και μας βαλσαμώνει. Α’ ΜΟΥΣΙΚΟΣ Τι παληάνθρωπος είναι αυτός; Β’ ΜΟΥΣΙΚΟΣ Να 'πάγη να χαθή! Έλα, πηγαίνωμεν μέσα. Ν' ακο- λουθήσωμεν το λείψανον, κ' έπειτα τρώγομεν εδώ. Οδός εις Μάντουαν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν