United States or Myanmar ? Vote for the TOP Country of the Week !


τον κήρυκα ο πολύγνωμος τότ' είπεν Οδυσσέας•ράχης κομμάτι αφού 'κοψε λευκοδοντάτου χοίρου, 475 πάχος γεμάτ' ολόγυρα, κ' έμενε ακόμη πλήθιο,— «Το κρέας τούτο, κήρυκα, δόσε του Δημοδόκου, να φάγη• θα τον ασπασθώ, αν και θλιμμένος είμαι. τι σέβας έχουν και τιμήτην οικουμένην όλην απ' τους θνητούς οι αοιδοί, ότι τραγούδια η Μούσα 480 αυτούς διδάχνει και αγαπά των αοιδών το γένος».

Και προς αυτόν απάντησι τότ' έδωκε ο Λαέρτης· «Αν ο Οδυσσέας έφθασες, τωόντι, το παιδί μου, κάποιο σημάδι φανερόν ειπέ μου να πιστεύσω».

Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους. 240 του Τηλεμάχου αφανισμόν ωστόσον οι μνηστήρες έπλεκαν· αλλ' αριστερό πουλίαυτούς εφάνη, υψηλοπέτης αετός, 'που εκράτει περιστέραν. τους είπε τότ' ο Αμφίνομος^ «Δεν θέλει ορθοποδήση, ω φίλοι, ό,τι ωργανίσαμε, του Τηλεμάχου ο φόνος· 245 αλλά τώρ' ας φροντίσουμε να ετοιμασθή το γεύμα».

Τότ' είπε τον Αλκίνοον ο θείος Οδυσσέας• «Μεγάλε Αλκίνοε, 'ς τους λαούς λαμπρέ και αγαπημένε, καυχήθηκες 'που εις τον χορό τεχνίταις είναι πρώτοι και ιδού μου φανερώθηκαν• θαυμάζ' όσο τους βλέπω».

Ω, φύγε, φύγε, φύγε! Ίσως εσύ μ' εκδικηθής! Ω! φύγε! — Ω προδότη! Γ’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Τα φώτα ποιος τα έσβυσε; Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Δεν έπρεπε να σβύσουν; Γ’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Ο ένας μόνον έπεσε. Μας έφυγε ο υιός του . Β’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Τότ' η μισή μας η δουλειά πηγαίνειτα χαμένα. Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Εκείνο τώρα πώγεινε ας' πάμε να το πούμε. Συμπόσιον εν τοις ανακτόροις. ΜΑΚΒΕΘ Λάβετε θέσιν. Ο καθείς γνωρίζει τον βαθμόν του.

Κείνον αφήκαντα φρικτά δεσμά του τεντωμένον, 200 και αρματωθήκαν, έκλεισαν την στιλβωμένην θύρα, κ' ήλθαντον πολυμήχανον ανδρείον Οδυσσέα. αυτού με στήθος φλογερό στέκονταν, 'ς το κατώφλι τέσσερες, καιτο μέγαρο πολλοί κ' εκείνοι άνδρείοι· η Αθήνη κόρη του Διόςτο πλάγι τους τότ' ήλθε, 205 εις το κορμί καιτην φωνή του Μέντορ' όλη ομοία. άμ' ο Οδυσσέας είδε την εχάρη και της είπε· «Μέντορα, να μη λησμονήςτην φοβερήν ανάγκη τον φίλον ευεργέτη σου και τον ομήλικόν σου».

Και ο Οδυσσέας και ο καλός βοσκός εις την καλύβα δειπνούσαν και πλησίον τους δειπνούσαν οι ποιμένες, και του φαγιού και τον πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, τότ' ο Οδυσσέας τον βοσκό δοκίμαζε ομιλώντας, 'ς το εξής αν θα τον αγαπά και θα του ειπή να μένη 305 αυτούτην στάνη, ή θα του ειπήτην πόλι να περάση•

Ο παππά Συνέσιος επροχώρησε για να μιλήση, μα τον αποπήρε ο δήμαρχος με δυνατή φωνή. — Τι τέχνες είν' αυτές που κάνετε; — Δεν είνε τέχνες, είπεν ο γούμενος· είνε γάμος! — Θα το ιδούμε τώρα. Ο παππά Κρητικός εζήτηξε να γλυστρήση να φύγη, μα του έφραξε το δρόμο ο ειρηνοδίκηςΣτάσου, παππά, να μάθωμε την αλήθεια, είπε. Τότ' επροχώρησε ο γέρω Μουρούπας.

Την φωνή τότ' εσήκωσεν ο Αντίνοος και του 'πε• 405 «Τηλέμαχε, υψηλόλογε, ακράτητε, τι είπες! αν τόσο πάρη ο ξένος μας απ' όλους τους μνηστήραις, φεγγάρια τρί' από μακράν το σπίτι θα κυττάζη».

Τότ' είπες, Πάτροκλε αλογά, με στεναγμούς και κλάμα 20 «Ω αδέρφι, του Πηλέα γιε, των Αχαιών αθέρα, συμπάθα· τι άγρια το στρατό φουρτούνα συνεπήρε. Τι όσοι είταν πριν οι πιο καλοί, από σαΐτες όλοι κι' από κοντάρια κοίτουνται στα πλοία χτυπημένοι. Σαΐτα του Τυδέα ο γιος, και κονταριά ο Δυσσέας, 25 έφαγε κονταριά κι' ο γιος τ' Ατρέα ο Αγαμέμνος· κι' έχει αρπαγμένα στο μερί σαΐτα ο γιος του Βαίμου.