United States or Togo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και απάντησε ο πολύγνωμοςεκείνον Οδυσσέας• «Αμφίνομε, μου φαίνεσαι με γνώσι προικισμένος• 125 και του πατρός σου την καλήν την φήμην έχω ακούσει, πως μέγας ήταν και αγαθός ο Νίσος Δουλιχέας. υιός εκείνου λέγεσαι και άνδρας καλός ομοιάζεις• όθεν και λόγον θα σου ειπώ, να τον φυλάξη ο νους σου. απ' όλα εκείν', όσατην γη κινούνται και αναπνέουν, 130 του ανθρώπ' ουτιδανώτερο κανένα η γη δεν τρέφει• όσο τα ήπατα κρατούν, κ' οι αθάνατοι ευτυχίαις του δίδουν, λέγει ότι ποτέ κακό δεν θα τον εύρη• αλλ' ότε οι μάκαρες θεοί και λυπηρά του δώσουν, τότε και αθέλητα η καρδιά πάλι βαστά κ' εκείνα. 135 ότι ταιριάζει των θνητών ο νους με την ημέρα, οποίαν στέλνει των θεών και ανθρώπων ο πατέρας. ότι κ' εγώ πανευτυχής θε να 'μουν εις τον κόσμον, αλλά πολλ' άνομ' έπραξα, 'ς την δύναμί μου αυθάδης, θαρρώνταςτον πατέρα μου καιτους αυτάδελφούς μου. 140 όθεν κανένας τ' άδικο ποτέ να μη θελήση, αλλά τα δώρ' ας χαίρεται σιγά των αθανάτων• ως βλέπω εδώ πόσ' άνομα τολμούν τούτ' οι μνηστήρες, και καταλύουν τα κτήματα και την γυναίκα υβρίζουν του ανδρός, 'που από τους ποθητούς μακράν και απ 'την πατρίδα, 145 θαρρώ, δεν θα μείνη πολύ• κ' εγγύς είν'. αλλά σένα θεός αν πάρη σπίτι σου, να μην τον αντικρύσης, την ώρα, οπούτην ποθητήν πατρίδα εκείνος θα 'λθη. ότι, άμα εδώτο μέγαρο πατήση, δεν πιστεύω αναίμακτα να χωρισθούν εκείνος και οι μνηστήρες». 150

Απ' όλο τ' άλλο του κορμί την έδιωξε, σα μάννα 130 που διώχνει μυΐγα απ' το μωρό σαν της γλυκοκοιμάται· μα το ζουνάρι ναν του βρει την έστειλε, ίσα ίσα εκεί που σμίγανε τα διο χρυσά θηλυκωτήρια με πίσω διπλοτσάπραζο.

Η άλλαις δούλαιςτα λαμπρά δώματα του Οδυσσέα συναθροιζόνταν και άναφταν φωτιάν εις την γωνίστρα· εγέρθη και ο Τηλέμαχος, το ισόθεο παλληκάρι, ενδύθη και το κοφτερό σπαθίτον ώμο εζώσθη. 125τα λαμπρά πόδια τα καλά προσέδεσε πεδούλια, κοντάρι πήρε δυνατό μ' ακονισμένη λόγχη, καιτο κατώφλι στάθηκε κ' είπε της Ευρυκλείας· «Γερόντισσα, ετιμήσετε τον ξένον εις το σπίτι με στρώμα και με φαγητόν, ή μένει αμελημένος; 130 ότ' η μητέρα μου συχνά, μ' όλην την γνώσι 'πώχει, ως τύχη, τον χειρότερον απ' τους θνητούς ανθρώπους τιμά, και τον καλήτερον καταφρονεί και διώχνει».

Είπε, κι' αφτός οπλίστηκε το θαμπωτή χαλκό του. 130 Έβαλε πρώτα τα γερά τουσλούκια στα καλάμια, πανώρια, πούταν μ' αργυρά θηλύκια αρμοδεμένα. Έπειτα πήρε φόρεσε στο στήθος τα τσαπράζα, αστρένια παρδαλόμορφα, του φτερωτού Αχιλλέα. Κατόπι γύρωθε κρεμάει στους ώμους του την πάλα, 135 μ' ασημοκάρφια κεντητή και λεπιδοχαλκένια, κρεμάει και τη θεόρατη στεριόφτιαστή του ασπίδα.

την Πύλο καιτον Νέστορα, ποιμένα των ανθρώπων. εφθάσαμε, καιτα υψηλά παλάτια μας εδέχθη, 110 όπως εγκάρδια δέχεται πατέρας τον υιόν του, όπ' έλειπε πολύν καιρόν όμοια κ' εμένα ο γέρος περιποιήθη εγκαρδιακά, και τα λαμπρά παιδιά του. κ' έλεγ' ότι δεν άκουσεν απ' άνθρωποντον κόσμο ο Οδυσσέας ζωντανός αν είν' ή αποθαμένος, 115 αλλά μ' αμάξια μ' άλογα μ' έστειλετον Ατρείδη Μενέλαον κονταριστήν εκ' είδα την Αργείαν Ελένη, 'που εξ αιτίας της πολλά πάθ' υποφέραν Τρώες και Αργείοι, των θεών ως θέλησεν η γνώμη. και ο μαχητής Μενέλαος κατόπι μ' ερωτούσε, 120την θείαν Λακεδαίμονα ποι' ανάγκη μ' έχει φέρει, κ' εγ' όλην του φανέρωσα την καθαρήν αλήθεια. και τότε αυτός μ' απάντησε, τα λόγια τούτα μου 'πε• ω Θε, 'ς την κλίνην ήθελαν ανδρός ανδρειωμένου, εκείνοι, οπού 'ναι άνανδροι, τω όντι να πλαγιάσουν! 125 και ως ελαφίνα, αν δυνατού λεονταριούτον λόγγο κοιμίση βυζανάρικα νεογέννητα λαφάκια, όρη κατόπι αναζητά και χορτερά λαγκάδια βόσκοντας, και εις την κοίτη του γυρίζει έπειτα εκείνος, και τρομερά με τα μικρά χαλά και την μητέρα• 130 όμοιοαυτούς ο Οδυσσηάς φρικτό θα φέρη τέλος. και ω Δί', Αθήνη, Απόλλωνα, αν τέτοιος, ως εφάνητην Λέσβο την καλόκτιστη, 'που αμέσως εσηκώθητην πρόσκλησι, κ' επάλαισε με τον Φιλομηλείδη, και ανδρεία τον κατάβαλε, και όλ' οι Αχαιοί χαρήκαν,— 135 αν τέτοιος έλθ' ο Οδυσσηάς να πέσ' εις τους μνηστήραις, 'ς όλους ταχύς ο θάνατος, πικρός θα γείν' ο γάμος. και τούτα, οπού παρακαλείς και μ' ερωτάς, δεν θέλει άλλα σου ειπώ ξεφεύγοντας, ουδέ θα σ' απατήσω, αλλ' όσα μου 'πε ο άψευτος γέροντας της θαλάσσης, 140 ένα προς ένα θα σου ειπώ, κανένα δεν θα κρύψω. ότι τον είδ', είπ', εις νησί, πολύ βασανισμένον, 'ς της Καλυψώς τα μέγαρα, της νύμφης, 'που με βία κρατεί τον, και δεν δύναται να φθάσητην πατρίδα, ότι καράβια δεν έχει, δεν έχει ούτε συντρόφους, 145 'που να τον φέρουντα πλατειά τα νώτα της θαλάσσης. ιδού τι μου 'πε ο μαχητής Μενέλαος Ατρείδης• αυτά 'καμα κ' εγύρισα, και πρύμον μου χαρίσαν οι αθάνατοι, και μ' έστειλαντην ποθητήν πατρίδα».

Μον άσ' την τώρα εσύ τη νια στο Φοίβο, κι' οι Αργίτες διπλά θα σ'τα πλερώσουμε και τρίδιπλα αν ο Δίας φέρει έτσι και κουρσέψουμε κάνα άλλο πλούσιο κάστροΤότες του κάνει ο δυνατός αφέντης Αγαμέμνος 130 «Μη δα εσύ πούσαι γνωστικός, θεόμορφε Αχιλέα, καμώνεσαι έτσι, κι' έφκολα δε με γελάς, δεν πείθεις.

Είπε, και με το χέρι του στριφοκλωθάει και ρήχνει 130 οχ τα ουράνια τη Λωλιά, κι' αφτή σε λίγο φτάνει ως στα μετόχια των θνητών. Αφτή θυμούνταν πάντα και στέναζε, όταν έβλεπε το λατρεμένο γυιό του που τον βασάνιζε ο Βρυστιάς και δούλεβε σα σκλάβος.

Εκεί συνήρχοντο τακτικώς υπό την προεδρίαν του Ηγεμόνος, συνεκρότουν σύνοδον και συνεσκέπτοντο και απεφάσιζον περί παντός εκκλησιαστικού, πολεμικού ή πολιτικού ζητήματος. Έζησεν ο Ζήδρος έτη 128 ή 130 και συνήψε πρώτον γάμον ότε ήτο υπερεννεντηκοντούτης. Κατέλιπε δε ένα μόνον υιόν τον Φώτον, δολοφονηθέντα περί τα 1768.

Τότε η λεφκόποδη θεά του λέει διο λόγια, η Θέτη «Ναί γιε μου, αφτά καλά τα λες· σωστό 'ναι τους συντρόφους, που τυραγνιούνται, απ' το βαρύ χαμό να λεφτερώσεις. Μα η όμορφή σου αρματωσά σε Τρώικα 'ναι χέρια, 130 χάλκινη αστραφτερή, κι' αφτή ο Έχτορας στους ώμους καμαρωμένος τη φοράει... μα δε θα καμαρώσει θαρρώ καιρό, τι από κοντά τον έχει τώρα ο χάρος.

Είπε, τον πέπλο του 'δωσε• τον δέχθη αυτός κ' εχάρη• 130 και όλα τα επήρε κ' έθεσεν ο ήρωας Νεστορίδης εις τ' αμαξιού τον κάλαθο, κ' εθαύμασε τα δώρα. τότε ο ξανθός Μενέλαοςτο δώμα τους ωδήγα• και εις ταις καθήκλαις, 'ς τα θρονιά, καθήσαν όλοι αράδα. και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτην 135 ωραίον χύνει ολόχρυσονολάργυρη λεκάνη, • για να νιφθούν κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός τους• και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτον παραθέτει, και απ' όσα φαγιά φύλαγε περίσσα τους προσφέρει, έκοπτε και όλα εμέραζε τα κρέατ' ο Βοηθοίδης, 140 και τους κερνούσεν ο υιός του ενδόξου Μενελάου. άπλωσαν κείνοιτα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους• και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, ευθύς τότε ο Τηλέμαχος και ο λαμπρός Νεστορίδης έζεψαν, και άμ' ανέβηκαν εις τ' εύμορφον αμάξι 145 τα πρόθυρα, την αίθουσα την βροντερήν, αφήκαν. κατόπιν ήλθεν ο ξανθός Μενέλαος Ατρείδης, κ' είχε κρασί γλυκύτατοολόχρυσο ποτήριτο δεξί χέρι του, λοιβαίς να κάμουν πριν κινήσουν. και ολόρθος εις τ' αμάξι εμπρός επρόπιε κ' είπε• «Ω νέοι, 150 χαίρετε, και του Νέστορα, ποιμένα των ανθρώπων, το χαίρε ειπήτε• ότιεμέ γλυκός ήταν πατέρας, όσον επολεμούσαμεν οι Αχαιοίτην Τροία».