United States or Fiji ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Βέβαια στο κρεββάτι ενός κρυφού μου εραστή δεν θα μου πης πως πήγα. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Δεν θάταν ένας βέβαια. . . ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Σαν έχης τέτοια μυίγα, εξέτασε. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Πώς; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Μυρουδιές δεν έχω στο κεφάλι. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Καλό και τούτο πάλι! Και η γυναίκα δεν μπορεί να κάνη τη δουλειά χωρίς και νάχη μυρουδιές βαλμένες στα μαλλιά;

Απ' όλο τ' άλλο του κορμί την έδιωξε, σα μάννα 130 που διώχνει μυΐγα απ' το μωρό σαν της γλυκοκοιμάται· μα το ζουνάρι ναν του βρει την έστειλε, ίσα ίσα εκεί που σμίγανε τα διο χρυσά θηλυκωτήρια με πίσω διπλοτσάπραζο.

Ω! να! μια μυίγα κάθεται εις τη χυτή μου μύτη. . . σε τίνων μύτες αρά γε ως τώρα να επήγες; λοιπόν κι' η μυίγα του Θεού το πάνσοφον κηρύττει; δεν φθάνει όπου ζω εγώ, αλλά να ζουν κι' η μυίγες; Ποιος ξέρει τούτη τη στιγμή, που τόσας σκέψεις κάνω, αν και αυτή φιλοσοφή 'στη μύτη μου επάνω!

Έτσι τραβούν και τη μισοζώντανη τη μυίγα τα μερμήγκια σαν πέσουν απάνω της και την κατρακυλούνε μες στη φωλιά τους να κάμουν πανηγύρι απάνω της. Άφινέ τον τόν κόσμο, και τρέχα στα παιχνίδια, σου λέω. Στάσου! Πάω εγώ σε λιγάκι. Σύρε εσύ τώρα ναλλάξης να φάμε, και τότες. Ταβέρνα. Ο Στεφανής κάθεται μονάχος τον παρέξω. Παλικάρια κι άλλοι χωριανοί παραμέσα.

Είδα εγώ και βουβάλι που ερωτεύτηκε και, σαν να το κέντησε η μυίγα, εμούγκριζε· και τράγο, που αγάπησε γίδα και την ακολουθούσε παντού. Κ' εγώ ο ίδιος σαν ήμουνα νέος ερωτεύτηκα την Αμαρυλλίδα· και μήτε φαΐ θυμώμουνα, μήτε πιοτό έβαζα στο στόμα μου, μήτε κοιμώμουνα.

Ο Ρούντυ εκάθητο εκεί, όπως κάθεται μυίγα επάνω εις την ασθενή καλάμην αχύρου, που κάποτε πουλί, που έκτιζε την φωλιά του, το έχασε επάνω εις το χείλος υψηλής καπνοδόχου εργοστασίου· αλλά η μυίγα ημπορεί να πετάξη από εκεί, εάν το άχυρον διαλυθή· ο Ρούντυ όμως μόνον τον λαιμόν του ημπορεί να σπάση.

Ελπίζω να μου απαντήσετε δύο λέξεις ευνοϊκάς. Όλος υμέτερος Θ. Ξυλούδης. — Αυτός που ήτον βουλευτής μια φορά; ερωτά η κυρία Περδίκη. — Αυτότατος! λέγει προτάσσων συνεσταλμένα τα χείλη του και επινεύων σοβαρώς την κεφαλήν ο σύζυγός της. Τον ενθυμούμαι εδώ και πέντε χρόνια . . . πώς αλλάζουν οι καιροί! Ήθελε πολιτικά, βλέπεις! Τον έπιασε η μυίγα να κάμη επιρροήν, διά να γείνη υπουργός.

Δεν την έμελε για φαΐ, αγρυπνούσε τη νύχτα, παραμελούσε το κοπάδι· πότε γελούσε, πότε έκλαιγε· πότε εκοιμόταν, πότε πεταγόταν από τον ύπνο της· το πρόσωπό της εχλώμαινε και πότε πάλι άναβε· μήτε αν την έπιανε των βωδιών η μυίγα, θα πάθαινε τέτοια.

Τι στέκουν χάμου στου Διός τον πύργο διο πιθάρια, με δώρα τέτια που σκορπάει, κακά — ή καλά μες στ' άλλοκι' ο Δίας σ' όπιους κι' απ' τα διο ανάκατα χαρίσει. πότες θα σμίξουν με χαρές και πότες με λαχτάρες· 530 μα άσκημα αν δώκει, πρόσωπο θεού ποτές δε βλέπεις, και μυίγα σε κεντάει κακή απ' άκρες γης ως άκρες κι' ατίμητος από θεούς λυσσογυρνάς κι' αθρώπους.