Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025
Απάντησε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας• 280 «Ξεύρω, εννοώ• και, ό,τ' είπες συ μόνος του βάζει ο νους μου. αλλά συ πήγαιν' έμπροσθεν και οπίσω εγώ θα μείνω• και από κτυπιαίς αμάθητος και απ' ακοντιαίς δεν είμαι. βαστά η καρδιά μου, ότι κακά πολλά την βασανίσαν 'ς ταις μάχαις και 'ς τα πέλαγα• και αυτό μ' εκείν' ας έλθη. 285 αλλά την λύσσα της κοιλιάς δεν δύνασαι να κρύψης, 'που των θνητών κακά πολλά δίδ' η καταραμένη• για κείνην αρματόνονται και στερεά καράβια, και για να βλάψουν τους εχθρούς διασχίζουν τα πελάγη.
Αλλ' έμενε 'ς το μέγαρον ο θείος Οδυσσέας, και των μνηστήρων όλεθρο να εύρη εζήτα ο νους του με την Αθήνη, κ' είπ' ευθύς γοργά του Τηλεμάχου· «Ανάγκ' είναι, Τηλέμαχε, να θέσης τ' άρματ' όλα μέσα· κατόπι πλάνεσε με λόγια τους μνηστήραις, 5 όταν, ενώ τ' αναζητούν, για κείνα σ' εξετάσουν· θα ειπής· τα πήρ' απ' τον καπνόν, ότι δεν ήσαν πλέον ως ο Οδυσσέας τ' άφινε πριν πάγη 'ς την Τρωάδα, και, ως 'πώφθαν' άχνα της φωτιάς, την πρώτη λάμψι χάσαν· και άλλο τι μεγαλήτερο θεός 'ς τον νου μου βάζει· 10 μήπως σας φέρ' εις έριδα, και κτυπηθήτε, η μέθη, και το τραπέζι ατιμασθή με αίμα κ' η μνηστεία· 'ς τον εαυτό του ο σίδηρος σέρνει τον άνδρα μόνος».
Η Ευρύκλεια της απάντησεν η αγαπητή βυζάστρα· 25 «Δεν σ' αναπαίζω εγώ σκληρά, παιδί μου, αλλά τωόντι ήλθ' ο Οδυσσέας, έφθασε 'ς το σπίτι του, ως σου λέγω, κείνος ο ξένος οπ' εδώ καταφρονούσαν όλοι· τον ήξευρε ο Τηλέμαχος πολύν καιρόν ότ' ήλθε, αλλά με γνώσιν έκρυβε ταις γνώμαις του πατρός του, 30 ως 'που να πάρη εκδίκησι των αυθαδών μνηστήρων».
Αυτά 'πε, και ο πολύπαθος εχάρηκε Οδυσσέας, ότι να πάρη επάσχιζε τα δώρα τους, κ' εκείνους με λόγια μάγευε γλυκά και άλλ' έτρεφ' η καρδιά της, Και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος απάντησέ της κ' είπε• «Ω Πηνελόπη φρόνιμη, του Ικαρίου κόρη, 285 των Αχαιών όποιος εδώ θέλη να φέρη δώρα, δέξου τα• δεν είναι καλό χαρίσματα ν' αρνήσαι• κ' εμείς δεν πάμε 'ς τους αγρούς ή αλλού πριν άνδρα πάρης τον αξιολογώτερον των Αχαιών μνηστήρων».
Και προς αυτόν απάντησι τότ' έδωκε ο Λαέρτης· «Αν ο Οδυσσέας έφθασες, τωόντι, το παιδί μου, κάποιο σημάδι φανερόν ειπέ μου να πιστεύσω».
Τούτα έψαλνεν ο ξακουστός αοιδός, και ο Οδυσσέας εις την ψυχή του ευφραίνονταν, ως τ' άκουε, κ' οι άλλοι, Φαίακες οι μακρύκουποι 'ς την θάλασσα ακουσμένοι.
Τούτο το λάβωμ' έπιασε κ' εγνώρισεν η γραία, κ' ευθύς το πόδι απόλυσε, κ' έπεσ' εκείνο μέσα 'ς τον λέβητα, κ' εβρόντησε το χάλκινον αγγείο, 'ς την άλλην έγυρε μεριά, και το νερόν εχύθη. 470 χαράν και θλίψιν μέσα της συνάμ' αισθάνθη εκείνη, τα μάτια δάκρυα γέμισαν κ' εκόπηκ' η φωνή της· και το πηγούνι του 'πιασε κ' είπε· «Γλυκό παιδί μου, είσ' ο Οδυσσέας άσφαλτα· κι' αχ! δεν σ' έχω γνωρίσει πριν ψηλαφήσ' ολόκληρον εγώ τον κύριόν μου». 475
Είπε, κ' η γραία λέβητα, λαμπρόν ποδολουτήρα, επήρε, κ' έβαλε πολύ ψυχρό νερό, κατόπι ζεστό· κείνος εκάθιζε μακράν απ' την γωνίστρα, και προς το σκότος στράφη ευθύς, ότι του εμπήκε φόβος μη κείνη, ενώ τον έψαχνε, το λάβωμα γνωρίση 390 και γνωσθούν όλα· εσίμωσεν η γρηά 'ς τον κύριόν της κ' ενόησ', ως τον ένιβε, το λάβωμ', οπού χοίρος με λευκό δόντι του 'καμε 'ς τον Παρνασό, 'που νέος εβγήκε τον Αυτόλυκο να ιδή, και τους υιούς του, μητρικόν πάππον του λαμπρόν, 'ς τον όρκο, 'ς την απάτη, 395 πρώτον απ' όλους τους θνητούς· τον είχ' ο Ερμής προικίσει, επειδή του 'καιεν αρνιών καλά μεριά κ' ερίφων, και κείνος τον συνώδευε βοηθός παντού και φίλος. επέρασεν ο Αυτόλυκος 'ς την κάρπιμην Ιθάκη, και νεογέννητ' εύρηκε παιδί της θυγατρός του. 400 'ς τα γόνατά του το 'θεσεν, άμ' είχε αποδειπνήσει, η Ευρύκλεια, και τον έκραξε κατ' όνομα και του 'πε· «Αυτόλυκ', εύρες όνομα συ τώρ' ό, τι θα βάλης εις του παιδιού σου το παιδί το πολυαγαπημένο». Απάντησεν ο Αυτόλυκος· «Κόρη μου και γαμβρέ μου, 405 τ' όνομα τούτ', οπού θα ειπώ, βάλετε του παιδιού σας· εγώ', που τώρ' εδώ 'φθασα, συχναίς έδωσα οδύναις πολλών ανδρών και γυναικών 'ς την γη την πολυθρέπτρα· άρα Οδυσσέας όνομα να λάβη απ' ταις οδύναις· και οπόταν άνδρας έλθη αυτός 'ς το μέγα της μητρός του 410 παλάτι, εκεί 'ς τον Παρνασόν, οπ' είναι οι θησαυροί μου, θα λάβη μέρος, και φαιδρόν θα τον ξεπροβοδήσω».
«Ω Νηληάδη Νέστορα, των Αχαιών ω δόξα, οπόθεν είμασθ' ερωτάς κ' εγώ θα σου το είπω• 80 απ' την Ιθάκη ερχόμασθε, 'που ισκιάζεται απ' το Νείον, κ' η χρεία τούτη, του κοινού δεν είναι, αλλά δική μου• κάπου ν' ακούσω αναζητώ την δόξα του πατρός μου, του στερεόκαρδου Οδυσσηά, που έναν καιρό μαζή σου λέγουν ότι μαχόμενος επόρθησε την Τροίαν, 85 και όλων των άλλων 'πώχουσι τους Τρώαις πολεμήσει όπου εκακοθανάτισε καθένας του, ακούμε• κείνου όμως και τον όλεθρον έκρυψεν ο Κρονίδης, ότι κανείς δεν δύναται να ειπή ρητώς πού εχάθη, είτε 'ς την γην έπεσ' αυτός απ' των εχθρών τα χέρια, 90 ή πήρε αυτόν ο αμέτρητος βυθός της Αμφιτρίτης. για τούτο τώρα σου 'πεσα 'ς τα γόνατα, να μάθω πώς εκακοθανάτισεν εκείνος, αν τον είδες ο ίδιος, ή και αν άκουσες απ' άλλον, 'που τον είδε εις τους πολλούς, 'που του 'δωκε παραδαρμούς η μοίρα. 95 μηδ' από σέβας το μηδέν ή λύπη μου γλυκάνης, αλλ' ό,τ' είδες ή κ' έμαθες ειπέ μου ένα προς ένα. ναι σε ικετεύω, αν ο λαμπρός πατέρας μου Οδυσσέας λόγον ή πράξι εδέχθηκε κ' ετέλειωσε για σένα, 'ς την Τροίαν, όπ' οι Αχαιοί είχετε μύρια πάθη, 100 τώρα να μου τα θυμηθής, κ' ειπέ μου την αλήθεια».
Και του Αμφιμέδοντα η ψυχή τότ' είπε προς εκείνον· 120 «Ω Αγαμέμνον' αρχηγέ, τρισένδοξε Ατρείδη, όλα ενθυμούμαι, διότροφε, κείνα 'που μνημονεύεις. θα σου αναφέρω τώρα εγώ τον τρόπον, πώς εγίνη, του θλιβερού θανάτου μας· εμείς μνηστεύαμ' όλοι του Οδυσσέα, 'που 'λειπε 'ς τα ξένα, την συμβία. 125 κείνη τον γάμον μισητόν ν' αρνείτ' ή να τελειόνη δεν έστεργ', ενώ σπούδαζε να ευρή τον όλεθρόν μας. και νέο τέχνασμα, το εξής, 'ς τον νου της εσοφίσθη· πανί μεγάλον έστησε 'ς το μέγαρο, να υφάνη, λεπτόν, αμέτρητο, κ' ευθύς προς εμάς είπε· ω νέοι 130 μνηστήρες μου, αφού απέθανεν ο θείος Οδυσσέας τον γάμον μη μου βιάζετε, σταθήτε, ως ν' αποκάμω το ύφασμα αυτό, τα γνέματα να μη μου παν χαμένα, του Λαέρτ' ήρωα σάβανο, για τον καιρό, 'που η μαύρη μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου θα τον πάρη, 135 των Αχαιίδων μη καμμιά 'ς τον τόπο μ' ονειδίση, αν κείτεται ασαβάνωτος αυτός 'που πλούσιος ήταν. αυτά 'πε κ' εκατάπεισε την ανδρική ψυχή μας. τότε ολημέρα το πανί τα μέγ' ύφαιν' εκείνη, και νύκτα το ξεΰφαινε 'ς την λάμψι των λαμπάδων. 140 ιδού πώς απ' τους Αχαιούς με δόλο 'κρύφθη εκείνη τρεις χρόνους· και τον τέταρτον ότ' έφεραν η ώραις, ως τα φεγγάρια χάνονταν κ' η 'μέραις επληθύναν, μας το 'πε μια των γυναικών, οπού τα γνώριζ' όλα, κ' ηύραμε αυτήν που τ' εύμορφο ξεΰφαινε πανί της· 145 ιδού πώς το τελείωσε βιασμένη απ' την ανάγκη. και το σινδόνι ότ' έφερε 'ς το φως, οπ' είχε υφάνει και καθαρίσει, ώστ' έλαμπεν ως ήλιος η σελήνη, κακή μας κάπουθ' έφερε τον Οδυσσέα μοίρα 'ς άκρη εξοχής, όπ' έμεινεν εκείνου ο χοιροτρόφος. 150 αυτού και ο ποθητός υιός του θείου Οδυσσέα με μαύρο πλοίον έφθασεν απ' την αμμώδη Πύλο. και, άμ' ωργανίσαν θάνατον κακόν εις τους μνηστήραις, 'ς την πόλιν εκατεβήκαν, ύστερος ο Οδυσσέας και πρώτος ο Τηλέμαχος· εκείνον ωδηγούσε 155 ο χοιροτρόφος, με κακά φορέματα ενδυμένον, παρόμοιον με γέροντα τρισάθλιον ψωμοζήτην, οπ' ακουμβούσε 'ς το ραβδί και αχρεία ρούχα εφόρει. και, ως έξαφνα εφανίσθη αυτός, κανείς να τον γνωρίση δεν εδυνήθη και 'ς εμάς ηλικιωμένοι αν ήσαν. 160 τον εκακοποιούσαμε με λόγια και με κτύπους, και αυτός μ' ατάραχην ψυχήν έστεκε να υποφέρη κτυπήματα και ονειδισμούς 'ς τα ίδια μέγαρά του. αλλ', ότε ο νους τον έγειρε του αιγιδοφόρου Δία, αφού με τον Τηλέμαχον τα λαμπρά όπλα επήρε 165 κ' εφύλαξε 'ς τον θάλαμον, κ' εκλείδωσε την θύραν, έσπρωξ' ο ευρετικώτατος την ίδια του συμβία τόξο και σίδερο λευκό να θέση των μνηστήρων αγώνα και του φόνου αρχήν 'ς εμάς 'που ωργίσθ' η μοίρα. του δεινού τόξου την χορδή κανείς μας να τανύση 170 δεν εδυνήθη, και αρκετή δεν είχαμεν ανδρεία. αλλ' ότε να φθάσ' έμελλε 'ς τα χέρια του Οδυσσέα το μέγα τόξο, με βοήν εμείς φωνάζαμ' όλοι, 'ς αυτόν, ό,τι και αν έλεγε, το τόξο να μη δώσουν· αλλ' έδωκε ο Τηλέμαχος την προσταγή και μόνος. 175 και ως το 'λαβε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας, την χορδή τάνυσ' εύκολα· και ταις αξίναις όλαις πέρασε· τότ' εστήθη ορθός 'ς την θύρα και άδεισ' όλα τα βέλη, μ' άγριο βλέφαρο· τον βασιλέ' Αντίνον κτύπησε, κ' έπειτ' έρριχνε στεναγμοφόρα βέλη 180 'ς τους άλλους όλους, κ' έπεφταν σωρός εκείνοι εμπρός του. και φανερά κάποιος θεός μ' αυτούς εσυμμαχούσε, θάρρος τόσ' είχαν άμετρο 'ς την ρώμη τους, και γύρω 'ς τα δώματα τους φόνευαν φρικτά κείνοι βογγούσαν ως κρούονταν η κεφαλαίς, και ο πάτος έβραζ' αίμα. 185 Ατρείδ', ιδού πώς πέσαμε, και ακόμη αμελημένα τα λείψανά μας κείτονται 'ς το δώμα του Οδυσσέα. αν το 'ξευραν 'ς τα σπίτια μας οι ποθητοί θα πλύναν απ' το μαύρ' αίμα ταις πληγαίς, 'ς την κλίνη θα μας κλαίαν την νεκρικήν, ως πάντοτε τιμούντ' οι απεθαμένοι». 190
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν