Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 13 Ιουνίου 2025
Έβαλα τότε όλα μου τα δυνατά να φύγω από την αγκαλιά της, αλλ' η άρρωστη μέσφιξε δυνατώτερα, τόσον που λίγυσε το σώμα μου προς τα πίσω. Κενώ με κρατούσε έτσι, έσκυψε και μούπε με το φριχτό της χαμόγελο: — Σιχαίνεσαί με, αι; Σιχαίνεσαί με; Κόλλησε το ματωμένο της στόμα στο δικό μου. Αλλά τότε, αντί ν' αντισταθώ, αφέθηκα κοι βυθίσθηκα σε μια ηδονή, που όμοια δεν είχα αισθανθή έως τότε.
— Φίλε Τριστάνε, μόλις ιδώ το δαχτυλίδι με την πράσινη πέτρα, ούτε πύργος ούτε τείχος, ούτε φρούριο κανένα θα μεμποδίση να κάνω το θέλημα του φίλου μου. — Ιζόλδη, ο Θεός να σε προστατεύη. Τα δυο τους άλογα βάδιζαν κοντά-κοντά. Την τράβηξε κοντά του και την έσφιξε στην αγκαλιά του. «Φίλε, είπεν η Ιζόλδη, άκουσε την τελευταία μου παράκλησι. Σε λίγο θ' αφήσης αυτόν τον τόπο.
Εχούχλαξαν τα αίματα και κίνησαν ποτάμι, Αίματα μαύρα και θολά, σαν πίσσα σαν κατράνι, Σωριάστηκε τ’ άγριο θεριό στα πισινά του πόδια, Κι’ έγυρε ξάπλα καταγής προς τη δεξιά του πλάτη, Σαν πύργος ξεθεμέλιωτος, βαρύς, σεισμοσαρμένος.... Τέντωσε τον μακρύ λαιμό, τον ιδρωποστιμένο, Εγύρισε τα μάτια του και φάνηκαν τ’ ασπράδια, Εδάγκασε τη γλώσσα του, που είταν μακρειά δυο πήχες, Εμούγκριξε το ύστερο και μαύρο μούγκρισμά του, Κι’ άρχισε το απασμοδαρμό, τη μαύρην αγωνία.... Κι’ εκεί, που σπασμοδέρνονταν στην αγκαλιά του Χάρου, Και στριφογύριζε συχνά, σα λαβωμένο φείδι, Πότε απ’ τη δέξια τη μεριά και πότε από τη ζέρβια, Σβαρνίστηκε σβαρνίστηκε προς τη πορειά του σπήλιου Κι’ έπεσε κατακέφαλα μαλλιά-κουβάρι κάτω, Σέρνοντας πίσω του πολλά κοτρώνια και χαλίκια, Σα να είτανε ξαδέρφια του, πικρή νεκροπομπή του... Ματώθηκε όλος ο γκρεμός, κοκκίνησαν οι βράχοι, Και μες στο λάκκο στάθηκε το έρημο κουφάρι, Για να το φάνε λαίμαργα οι λύκοι και τα όρνια!
Βουτάει μες τα νερά τ' Αργύρη η μάνα κι αρπάζει με χαρά του γιου της το λαμπριάτικο δώρο. Το σήκωσε στην αγκαλιά της και τόσφιγκε τόσφιγκε, λες κ' ήταν ο Αργύρης της μέσα. Ήταν βαριό τόρα το δώρο, γιατ' ήταν λαμπριάτικο πια. Τόσφιγκε τόσφιγκε ανηφορίζοντας τη ραχούλα-ανάπλαγα κατά το χωριό.
Μια εβδομηντάρα γριά, η πρωτονοικοκυρά του χωριού κάθονταν στην κορφή του δωματίου, δίπλα στη γωνιά κι' έδινε ορμήνειες στην υπηρέτρα της, πώς να ζεματήση τες τηγανίτες μην τύχη και το νερό πάη πλειότερο, ή το μέλι λιγώτερο, ή τα καρύδια λειψά, ενώ η οχτάχρονη μοναχαγγονιά της, η πολυχαϊδεμένη Μαριανθούλα, πετούσε σα ζαρκάδι από την κατάστεγνη και φιλόστοργη αγκαλιά της γριάς στα τεψιά, που είχαν μέσα τες τηγανίτες, κι' από τα τεψιά στην αγκαλιά της γριας, και πότε αγκάλιαζε και φιλούσε τη βάβω της, που τη χάιδευε δεκάδιπλο απ' ό τι θα τη χάιδεβε η αγουροθανατισμένη μάννα της, αν ζούσε, κι' ο πατέρας της, αν δεν έλειπε στην ξενιτειά, και πότε τσιμπούσε κανένα καρυδότριμμα ψηλά από τες τηγανίτες, ή κανένα φυλί τηγανίτα.
Φωτιά να κάψη τα φλωριά, τα γρόσια του γονιού μου, Λύκος να φάη τα πρόβατα κ' εκείνον τ' αγριοπούλια. Το χωρισμό σου δε φτουρώ, και δε βαστάω τον πόνο.... 'Στήν αγκαλιά σου πάρε με, αν μ' αγαπάς ακόμα, Κ' έλα να φύγουμε μακρυά, να πάμε 'ς άλλον τόπο. Αχώριστοι να ζούμε οι δυο, με μια καρδιά, μια αγάπη.
Το γνοιάστηκαν η άλλαις, Και γίνοντ' άφανταις με μιας και μένει η ερωτεμμένη. Χρυσώνεται η ανατολή . . . . να και λαλεί τ' ορνίθι .... Στέκει ο Γιαννούλας . . . αγκαλιά και τη Νεράιδ' αρπάζει Και τήνε φέρει 'ς το χωριό....................... Τέσσαρα χρόνια πέρασαν χαριτωμένο ταίρι. Κι' εβλάστησε απ' το γάμο τους πεντάμορφο αγγελούδι . . . . Μ' άλλαξε κι' όλας ο καιρός.
Σαν ποιο λιβάδι τάχα Να βρέχη, να δροσολογά; Τι δέντρα να ποτίζη Και τι λουλούδια να φιλή; Τάχα σαν ποιο ακρογιάλι Με αγάπη να το δέχεται γλυκά 'ς την αγκαλιά του; Τι αγγέλοι τάχα, τι πουλιά, τι πρόβατα το πίνουν, Και τι νεράιδες ώμορφες να λούζουν τα κορμιά τους; Σαν πώς να λάμπη εκεί ο ουρανός; Σαν πώς να ξημερώνη; Πώς να σουρπώνη από βραδίς; Τ' αστέρια πώς να φέγγουν Σαν ποιο στρατί να βγαίνη εκεί; Σαν πού θα τ' απαντήσω; Χρόνια και μήνες πλάνεσα, σαν διψασμένο αλάφι, Βουνά, ποτάμια επέρναγα, νεροσυρμές και κάμπους, Δεν τ' απαντούσα πούπωτα.
Με μια κι' οι διο μας μοίρα εσύ στην Τρία γεννήθηκες, στον πύργο του Πριάμου, κι' εγώ στη Φήβα, στα ριζά της δασωμένης Πλάκος, στ' Αητιού το πλούσιο αρχοντικό, που δόλιος δόλια εμένα 480 μικρή μ' ανάσταινε ... Αχ γιατί ποτές του να με κάνει; Στ' Άδη εσύ τώρα τη φωλιά κάτου απ' της γης τους κρύφτες μισέβεις, και σε θλιβερή μ' αφίνεις λύπη εμένα, έρμα νια χήρα· και μικρός ο γιος μας έτσι ακόμα που εγώ κι' εσύ γεννήσαμε... που πια καλό από σένα, 485 Έχτορα, δε θα δει αφού πας, μήτε κι' εσύ από κείνον .. . γόι το παιδάκι μου! που πριν στα γόνατά σου απάνου 500 μεδούλι μονάχα έτρωγε και τρυφερό θρεφτάρι, κι' η νύστα σα μου τόπιανε και ξέχναε τα παιχνίδια, τότες σε στρώμα μαλακό στην αγκαλιά την βάγιας κλιούσε τα μάτια με καρδιά κάθε αγαθό γιομάτη· έρμο όμως τώρα ολάρφανο πολλές θα πιει ίσως πίκρες, 505 ο Μοναφέντης που τον λεν όλοι, γυναίκες κι' άντρες, τι μόνος του διαφέντεβες το κάστρο εσύ, καλέ μου . . . εσύ π' αλάργα από γονιούς μπροστά σ' οχτρών καράβια σκουλήκια τώρα θα σε φαν, αφού χορτάσεις σκύλους γυμνός· και θα σου καίτουνται τα ρούχα μες στον πύργο, 510 ψιλά πανώρια, πούφτιασαν των γυναικώνε χέρια . . . Μα αφτά όλα θαν τα κάψω εγώ, αχ δίχως όφελός σου, που σάβανο σε νεκρική φωτιά δε θα σου γίνουν.» 513
Ο παπάς, μη θέλοντας ν' ανακατέψη πλειότερο τη χολή της καρδιάς της, ακούμπησε κι' αυτός στο προσκέφαλο κι' άρχιζε να παίζη το κομπολόγι του «τικ-τακ, τικ-τακ... » κ' η Μαριανθούλα έγειρε στην αγκαλιά της γριάς με τα μαγουλα κατακόκκινα από την επιρροή της μεγάλης φωτιάς.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν