Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Ιουνίου 2025


Και μέσα στην καρδιά του δάσους του μεγάλου, κατάμεσα στη φύση που θ' αναγεννάται ολάκερη, και που θα κάνη την αγάπη, μέσα στον έρωτα των αγριολουδιών και στη δροσιά του χορταριού, μέσα στο μεθύσι των ψηλών βελανιδιών και στο μισοφωτισμένο βάθος μέσα του ανοιξιάτικου δάσους, θα μ' ανοίξης την αγκαλιά σου, ωραία άνοιξή μου, συ...

Και τον ήβρε πικρά που θρήναε, κι' οι πιστοί τριγύρω του συντρόφοι είχαν δουλιές κι' ετοίμαζαν να φάνε χέρι χέρι· κι' είχανε κριάρι μαλλιαρό σφαγμένο εκεί στην άκρη. 125 Και πήγε κάθησε κοντά κοντά η καλή του η μάννα, που τρυφερά τον χάιδεψε και τούπε αγαπημένα «Παιδί μου, πες μου, ως πότε πια με στεναγμούς και κλάμα θα τρως τα σπλάχνα σου, χωρίς μήτε ψωμί ν' αγγίζεις μήτε γυναίκα; Μα καλό και σ' αγκαλιά γυναίκας 130 να γύρεις, τι πολλή ζωή δεν έχεις πια, μον τώρα σου στέκει δίπλα ο θάνατος κι' η άπονη σου η μοίρα.

Στην άκρη του κόσμου μου πήραν την κόρη μου, κ' έρχεται κι ο Χάρος και μου αρπάζει ταδέρφια της από την αγκαλιά μου, να μαρτυρήσω, ν' αγιάσω! Φτάνει πια τα μαρτύρια, σώνουν τα βάσανα. Θάματα, θάματα μου πρέπουνε τώρα.

Έβγα να ιδής πώς έρχονται γλυκά ζευγαρωμένα Ο Ήλιος ο περίφανος και το λαμπρό Φεγγάρι... Ο Ήλιος είν’ ο Γάννος σου και το Φεγγάρι η Μάρω! Παύουν ευτύς τα κλάματα, τα μαύρα μυρολόγια, Και βγαίνει η μάννα πεταχτή, τρελλή πο τη χαρά της, Και δέχεται στην αγκαλιά τ’ αγαπητά παιδιά της.

Και στην όμορφη αυτή εξοχή ξεπετιώνταν άφθονα χωριά εδώ, χωριά εκεί, τσιφλίκια κάτω, τσιφλίκια απάνω, σκορπιστά σε χαριτωμένη ανακατωσιά, στολίζοντας πότε τις χαλικόστρωτες όχτες του ποταμού, πότε την αγκαλιά του κάμπου, και πότε τα φρύδια και πλάγια των βουνών.

Όθεν να λάβη τα λαμπρά χαρίσματ' ο Οδυσσέας ανέβη εκεί· και με χαραίς ο Αυτόλυκος τον δέχθη, και του Αυτολύκου τα παιδιά· κ' η μάννα της μητρός του 415 η Αμφιθέα, κλείοντας αυτόντην αγκαλιά της την κεφαλή του φίλησε και τα λαμπρά του μάτια. και τα γενναία του παιδιά το γεύμα να ετοιμάσουν παράγγειλεν ο Αυτόλυκος' κ' υπάκουσαν εκείνοι, και βώδι ευθύς πεντάχρονον, αρσενικόν, εφέραν, 420 το γδάραν, το συγύρισαν, και, αφού το τεταρτιάσαν, με τέχνη το ελιάνισαν, το πέρασανταις σούβλαις, και, αφού το ψήσαν εύμορφα, χώρισαν ταις μερίδαις. κατόπι τρώγαν κ' έπιναν ολήμερ' ως το δείλι, και απ' το τραπέζ' ισόμοιρο καρδιά δεν εστερήθη. 425 και ο ήλιος άμ' εβύθισε κ' ήλθε κατόπ' η νύκτα, επλάγιασαν να κοιμηθούν κ' εχάρηκαν τον ύπνο. εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη και του Αυτολύκου τα παιδιά και οι σκύλοι ξεκινήσαν εις το κυνήγι και μ' αυτούς ο θείος Οδυσσέας. 430 το υψηλόν όρος πάτησαν του Παρνασού δασώδες, και 'ς τ' ανεμώδη 'πίλακκα δεν άργησαν να φθάσουν. κ' ενώ την γην ο ήλιος κτυπούσ' ως εσηκώθη απ' τον βαθύν Ωκεανό, 'που σιγανά κυλάει, 'ς το δάσος μπήκαν οι οδηγοί, κ' εμπρός τους ερευνώντας 435 τα ίχν' οι σκύλοι βάδιζαν, και οπίσω του Αυτολύκου ακολουθούσαν τα παιδιά, και ο θείος Οδυσσέας κοντάτους σκύλους κ' έσειε μακρόσκιο κοντάρι. και μέγας χοίρος κείτονταντο βάθος πυκνού λόγγου· κει μέσ' ούτ' άνεμοι φυσούν με την υγρή πνοή τους, 440 ούτε του ήλιου πότ' έφθασαν οι φωτειναίς ακτίναις, ούτε βροχή πότ' έσπασε, τόσο πυκνός ο λόγγος ήταν, και φύλλα ευρίσκονταν σωρός αυτού χυμένα. και, ως άκουσε ποδοβολή σκύλων και ανδρών, 'που ερχόνταν, εμπρός τους στάθη από σιμά μέσ' άπ' τον λόγγ' ο χοίρος, 445 όλαις ταις τρίχαις ώρθωσε και ως πυρ τα μάτια καίαν. απ' όλους πρώτος χύθηκεν επάνω τ' ο Οδυσσέας, την λόγχη ανασηκόνοντας με το βαρύ του χέρι να τον πληγώση· πρόλαβε να του τραβήση ο χοίροςτον γόν' επάν' ως ώρμησε ξυστά, και σάρκα επήρε 450 πολλήν το δόντι σχίζοντας, το κόκκαλο δεν ηύρε.

Τα παιδιά δεν μπορούνε να φτιάσουνε με το νου τέτοια πράματα. Ωστόσο ο Σβεν δεν είταν ο ίδιος αυτό τΟ καλοκαίρι. Χωρίς καμιά αφορμή έλεγε άξαφνα πως είταν κουρασμένος και τότε ήθελε να μένη ξαπλωμένος στη χλόη με το κεφάλι ακκουμπημένο στην αγκαλιά της μαμάς. Ή ερχότανε στον μπαμπά και τον παρακαλούσε να τον πάρη στα χέρια.

Να ήξερες πόσο μιλώ για σε μαζί του, έλεγε, όταν ο Σβεν έδινε τέλος του πατέρα την άδεια να τον αφήση από την αγκαλιά του, κ' έκανε θέση της μαμάς

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Την κλαίει• και κρατώντας την σφιχτά στην αγκαλιά του τήνε θερμοπαρακαλεί να μη του φύγη ακόμα. Αλλ' όμως πράγμα αδύνατον ζητά. Γιατί η αρρώστια την έφαγε την δύστυχη, και έρχεται το τέλος.

Για σένα δεν εγράφτηκε, κυρά, στην αγκαλιά σου να ιδής παιδί, ούτε ποτέ στο στήθος σου να γύρη. ΚΡΕΟΥΣΑ Αχ! θα πεθάνω, αλλοίμονο! Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Κόρη μου! ΚΡΕΟΥΣΑ Φιλενάδες! Τι συφορές που η δύστυχη επήρα στη ζωή μου! Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Παιδί μου, εχαθήκαμε! ΚΡΕΟΥΣΑ Αλλοί! αλλοίμονο μου! Ποιά λύπη τώρα φοβερή τρυπάει τα σωθικά μου! Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Όχι ακόμα στεναγμός, — ΚΡΕΟΥΣΑ Μα η συφορά έχει φθάση.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν