Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Ιουνίου 2025


Κ' εκείνος τον πατέρα και την μητέρα πρώτ' από τους άλλους αγκάλιαζε και σαν να τους εγνώριζε από καιρό τους έσφιγγε στα στήθεια του και δεν ήθελε να βγη από την αγκαλιά τους. Έτσι γλήγορα η φύση γεννάει την εμπιστοσύνη. Παρολίγο να λησμονήση και τη Χλόη.

Περνάει και κείνη για κατιτίς. Θα ταιριάξτε. Κ' η αφεντειά της κ' η εξοχότη σου έχετε χαμένο τον μπούσουλά σας. Εκείνη έχασε μια γυναικήσια τιμή, εσύ μια αντρίκια. Εκείνη δίνει την αγάπη της σ' έναν ξένον, εσύ τη ψυχή σου σ' ένα Χαμίτη. «Τέντζερε γιουβαρλαντή, καπαανά μπουλμούς». Τρέχα, τρέχα στην αγκαλιά της! Τι να πρωτοδούμε και τι να πρωτοθαμάξουμε!

Από το ριζοβούνι Αναίβηκε κ' η καταχνιά, ψιλός αφρός του αγέρα, Και μια στιγμή τον έκρυψε ’ς τη δροσερή αγκαλιά της, Λες ότι εκείνην την αυγή λησμονημέν' αχνάρια Έσμιξαν σ' ένα σύγνεφο κ' ήρθαν από τον Άδη Να μυριστούν το σκοτωμό, να ιδούνε το Θανάση. Μες ΄ς τα τριφύλλια τα παχειά σιδέρικη φοράδα, Μαρμάρα, φίδι φτερωτό, δροσίζεται και βόσκει Στρωμένη, ετοιμοπόλεμη.

Η χλωμή λάμψι που ανάδιναν τα κληματοφρύγανα, με το λυπητερό τους, σαν παράπονο, τριζοκόπημα στη φλογισμένη αγκαλιά του φοβερού στοιχείου, ήταν σε μιαν άκρη αντίθεσι, με τον βαθυγάλαζο, τον ατελείωτο ουράνιο θόλο με τ' αμέτρητα, τα διαμαντένια του άστρα, που με το εξαίσιο, τρεμουλιαστό λαμποκόπημά τους, έχυναν την άσβεστη φεγγοβολή τους στο χωρικό δείπνο.

Μα όταν η μαμά έμεινε μόνη με το Σβεν, τον πήρε στην αγκαλιά της και του διηγήθηκε, σα να είταν παραμύθι, πόσο είταν ανήσυχη και τι τρόμο δοκίμασε η ψυχή της. Του είπε πως νόμισε πως ο Σβεν έσπασε το πόδι του και πως είτανε πεσμένος μόνος μέσα στο δάσος και πως δε θα τον ξαναύρισκε παρά μόνο νεκρό.

Κι' η Γης τους βγάζει νιόβλαστο και μαλακό χορτάρι, γιούλια τους βγάζει ολόδροσα βασιλικούς και κρίνους πυκνούς, που έτσι αψηλά απ' της γης το χώμα τους κρατούσαν. Πέσανε εκεί, μες σε χρυσό κουκουλωμένοι γνέφι, 350 πανώριο γνέφι πούσταζε δροσιές αχτιδοβόλες. Έτσι κοιμότανε ήσυχος στην άκρη, ναρκωμένος απ' ύπνο ο Δίας κι' έρωτα, κι' είχε αγκαλιά την Ήρα.

Του Λάμπρου σκόρπια ολόγυρα τα πρόβατα βοσκούσαν Και τα γαλαροκούδουνα γιομόζαν τον αέρα Μ' αρμονικό κι' ολόγλυκο κι' ανάκουστο ηχολόι. Στο σάδι παίζανε τ' αρνιά κι' ο νιος στην αγκαλιά του Την κόρη βάσταε άλαλη και λιγοθυμισμένη.

Έπειτα είδα το θάνατο να μου αρπάζη από την αγκαλιά το πιο αγαπητό που είχα, είδα φίλους να χάνουνται, αιστάνθηκα να με αφίνουν όλα για όσα ήθελα να ζήσω ή να πεθάνω πνευματικά.

Θηλυκό ήταν το παιδί τούτο· και κείτοντας κοντά του σπάργανα και σημάδια, φασκιά ολόχρυση, ποδήματα χρυσοκέντητα και βρακάκια χρυσοΰφαντα. Κ' επειδή ενόμισε σαν κάτι θεοτικό το ηύρεμα κ' έπαιρνε παράδειγμα από την προβατίνα να λυπηθή το παιδί και να τ' αγαπάη, παίρνη το μωρό στην αγκαλιά του, ρίχνει τα σημάδια στο ταγάρι του και παρακαλεί τις Νύμφες καλότυχη να αναθρέψη την ικέτιδά τους.

Πάρε τα σημάδια και τη θυγατέρα σου· μα παίρνοντάς τηνε δόσε τη στο Δάφνη γυναίκα· και τους δυο τους πετάξαμε· και τους δυο τους εβρήκαμε· για τους δυο ενοιάστηκαν ο Πάνας κ' οι Νύμφες κι ο Έρωτας. Παραδεχότανε τα λόγια αυτά ο Μεγακλής κ' έστειλε κ' εφώναξε τη γυναίκα του τη Ρόδη κ' εκρατούσε τη Χλόη στην αγκαλιά του· κ' εκοιμηθήκανε μένοντας αυτού.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν