Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 13 Ιουνίου 2025
Κατόπι το δίπλονε πάλε με μεγάλη έγνοια και το ξανάβαζε στη μοσκομυρισμένη αγκαλιά του νυφικού της του φεσιού με τα χρυσά τα τέλια, πούχε μέσα στη χιλιοπλουμισμένη της την κασσέλλα.
Ένα πρωί πάνω στο καλδερίμι του μεγάλου του σπιτιού με τα ψηλά τα παραθύρια και τα μαρμαρένια τα θεμέλια, τη βρήκανε ξερή τη γρηά — Στάθαινα. Και δίπλα το ραβδί της. Το ίδιο το πρωί ανοίξαν' ένα λάκκο στην αυλή του Άη — Νικόλα και τη θάψανε. Ο νεκροθάφτης πήρε το τσακισμένο το ραβδί και τόρριξε στην αγκαλιά της.
Χαιρότανε να δίνη κι όταν πλησίαζε με τις πεντάρες του και φαινότανε τόσο ευτυχισμένος — σα να γνώριζε τί σημασία έχει για ένα φτωχό μουσικό να του δίνουν χρήματα για να φάη — συχνά έκανε κάποιο μελαψό πρόσωπο να γελά, δείχνοντας τα λευκά του δόντια, και κάποια μαύρα ολάστραφτα μάτια να κοιτάζουνε με χαρά τα γαλανά δικά του. Τώρα όμως κρεμότανε τόσο κουρασμένος και μικρός στην αγκαλιά του πατέρα.
Θα σ' έχω στην αγκαλιά μου. Θα πούμε τόσα πράματα. .. Δεν είπες πως έχεις να μου πης τόσα πράματα; ΔΩΡΑ — Ναι, Νίκο μου. Σαν είμαι μοναχή μου συλλογίζομαι τόσα πράματα να σου πω. Μα σαν είμαι μαζί σου δεν μπορώ πια να τα πω, δεν έχω το θάρρος. ΝΙΚΟΣ — Τώρα θα ιδής πως θα μου τα πης όλα. Κ' εγώ θα σου τα πω. Θα πούμε τόσα πράματα. Να ιδής, τι ωραία που θα είναι. Έλα, χρυσό μου. Έρχομαι.
Είχε τόση δύναμη και το αίστημά της κι αυτή η ίδια όταν έλεγε τα λόγια αυτά, ώστε με σύγχυσε. Άφωνος την πήρα στην αγκαλιά μου και τη φίλησα με το αίστημα πως φιλούσα για πρώτη φορά την αρρεβωνιαστικιά μου. Και γνώριζα μαζί της πως η γις δεν έκρυβε μεγαλήτερη ευδαιμονία. Ο Σβεν βρήκε σύντροφο να παίζη κι αυτό είταν κατιτί σημαντικό στη μικρή ζωή του.
Κόψε με, πάρε με 'ς την αγκαλιά.» Ολόρθο επέταξε τάξιο λεπίδι, Ταγέρι εξέσκισε πέρνει φτερό Άστραψ' εσφύριξε γοργό σα φίδι, Το δέντρο ελύγισε 'ς τη γη νεκρό. Βαρειά σπαράζει φοβερή 'ς το χέρι του Λαμπέτη Η κάρα τ' Αστραπόγιαννου. Το μάτι ανταριασμένο Του σκοτωμένου τρεις φοραίς αναιβοκατεβαίνει Και βασιλεύει σκοτεινό. 'Σ το μέτωπό του η νύχτα Ξαπλώθηκε αξημέρωτη.
Ο άνεμος τραβούσε δυνατά, κι' η κάκω η Μήτραινα έτρεχε γλήγορα, πατώντας, όπως λάχαινε, μέσα στες λάσπες, για να φτάση το γληγορότερο στο σπιτοκάλυβό της και να σφίξη στην αγκαλιά το παιδί της.
Εσύ, φτερουγιαστέ καθάριε λογισμέ μου, Γιατί δε μου τον λες, γιατί δεν μου τον δείχνεις, Γιατί μια ωραία βραδιά κρυφά δε μου τον φέρνεις Σαν όνειρο χρυσό γλυκά 'ς την αγκαλιά μου;
Όταν, τα βάσανα του κόσμου, ανεμοζάλη, Κατάστρατα τον άνθρωπο χτυπάει και παραδέρη, Πόση, θρησκεία, 'σάν 'ς εσέ το λογισμό του φέρη, 'Βρίσκει γλυκειά παρηγοριά 'ς την ιδική σου αγκάλη! Πόσαις φοραίς το χέρι σου, που λίβανα μυρίζει, Τα πικραμένα δάκρυα μας 'σάν μάνα τα σφογγίζει! Και τα γλυκά τα λόγια σου και τα ζεστά φιλιά σου Πώς μας κοιμίζουνε γλυκά 'ς τη μητρική αγκαλιά σου!
Την στιγμήν εκείνην ηκούσθησαν τα δύο μικρά εγγονάκια της, ερχόμενα από τον φούρνον με της κοκκώναις εις την αγκαλιά ζεσταίς-ζεσταίς ακόμη: — Ο μπαμπάς, μανού, ο μπαμπάς! Και μόλις ηδύναντο ν' αναπνεύσωσιν εκ της πνιγούσης αυτά χαράς. Η γραία ως ν' αφυπνίσθη από 'ληθάργου επετάχθη από της εστίας όπου εκάθητο, και ήλθεν εις την θύραν, ότε βλέπει την γειτόνισσάν της: — Τα συχαρήκια!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν