Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025
Αγκαλά νοιώθοντάς το πως είτανε για καλό, κι όχι πάλε για λόγου του, παρά να ξεγλυτώση κ' η Βασιλική του από το φοβερό το ψεγάδιασμα, κι ο αδερφός του από την κόλαση πούβραζε μέσα του, έκαμνε υπομονή και περίμενε. Προβάλλει τέλος από την Άγια Θύρα ο γέρος ο Εφημέριος με το πετραχήλι περασμένο στους ώμους του και με το Βαγγέλιο στο χέρι, και κατεβαίνει ένα σκαλοπάτι.
Κ’ εγώ στους πολιούχους τους θεούς της χώρας τους πεδιονόμους κι αγοράς τους επισκόπους στης Δίρκης τις πηγές κι ουδέ τον Ισμηνό ξεχνώ, αν βγη το πράμα σε καλό και σωθ’ η πόλη, βρέχοντας τους βωμούς τωνε μ’ αίμα προβάτων και ταύρους σφάζοντας, τάζω ν’ αφιερώσω λάφυρα κι όλους τους ναούς θενά στολίσω μ’ εχθρών αρματωσιές κονταροκαρφωμένες.
Έλεγες ότι συνέζων διά να μισώνται, ότι η τύχη τους έβαλε συγκατοίκους της αυτής πόλεως διά να τρώγονται. Ο εκάστοτε ισχυρός της ημέρας, δήμαρχος ή βουλευτής ή όπως εκαλείτο, εφήρμοζε κατά πλάτος το δημώδες αξίωμα: «Τώνα παιδί, καλό παιδί· τάλλο δεν είχε μάννα». Ήτο προστάτης της οικογενείας, των οικείων, των φίλων, του κόμματος, όχι προστάτης της πόλεως.
Ο Λέοντας σ' αυτή την περίσταση δε φάνηκε μήτε Μακέλλης, μα μήτε και Μέγας. Όχι δα πως στάθηκε κι αυτό ολέθριο κακό, αφού, καθώς κι αλλού είπαμε, πιώτερο καλό καταντούσε να μας κάμνουν οι καινουριοαίματες αυτές φυλές όταν καταστάλαζαν, παρά βλάβη. Αγκαλά πολύ λίγοι αυτής της παρέας έμειναν ως τέλος μέσα στον τόπο, καθώς θα δούμε.
«Τι πα να πη αυτό; Αυτός ο νάνος δεν συνηθίζει να με υπηρετή για το καλό μου. Αλλά θα την πάθη. Πολύ τρελλός θάταν όποιος θάφηνε να του πιάσουν τ' αχνάρια των βημάτων του». Κατά τα μεσάνυχτα, ο Βασιληάς σηκώθηκε και βγήκε έξω, ακολουθούμενος από τον νάνο καμπούρη. Σκοτάδι ήταν μέσ' το δωμάτιο. Ούτε κερί αναμμένο, ούτε λάμπα. Ο Τριστάνος σηκώθηκε όρθιος στο κρεββάτι του.
Αλήθεια, ήτο μικρό, πολύ μικρό· μέσα εις την τόση πείνα όπου είχαν, ποιος να φάγη να γιατρευθή και ποιος να φάγη να 'γειάνη; αλλ' από τίποτε, καλό κι' αυτό. . . Και η Μάρω έβαλε την χείρα εις τον κόλπον της και το εξήγαγε μετά χαράς. — Δικό σου, Γιάννο μου· είπε, προσφέρουσα αυτό εις τον αδελφόν της. — Ψωμί; α, όχι· είνε δικό σου. — Εγώ δεν πεινάω.
Ενθυμήθη τότε την παραγγελίαν της Μαριώς, ενθυμήθη ότι έπρεπε ν' αγοράση άρτον διά τα τέκνα του· και ετράπη προς την αγοράν. Αλλά — κακή μοίρα! — εκεί προ της αγοράς έχαινε παρά την οδόν η θύρα καπηλείου, και προ της θύρας ίστατο φίλος παλαιός, βλάμης του Δημήτρη, ο κυρ Θοδωρής. — Βρε, καλό 'ς το Μήτρο! Σκόλη έχεις και συ; Κάτι χαρούμενος;
Στάσου — άκουσες τίποτις από κει μεριά; Είδες τίποτις; Περμ. Άμε στο καλό και συ που είσαι απατή σου για το Μοναστήρι. Τι νακούσω και τι να δω! Πιπ. Καλέ κοίτα εκειδά κατά το μεγάλο το δρόμο! Δε βλέπεις εκεί μια φωτερή καταχνιά, και μέσα της ένας καβαλλάρης με γυναίκα στο πλάγι του; Σα μαύρος ίσκιος περνάει τις ιτιές κ' έρχεται κατά το χωριό.
Αυτά 'πε, και το μέγαρον διάβηκεν η γραία να φέρη ποδονίψιμο, τι χύθ' όλο το πρώτο· και αφού καλά τον ένιψε κ' εμύρωσεν εκείνη, 505 εις την φωτιά να πυρωθή σίμωσε το θρονί του και με τα ράκη σκέπασε το λάβωμ' ο Οδυσσέας· τότ' άρχισεν η φρόνιμη να λέγη Πηνελόπη· «Ω ξένε, τώρα κάτι εγώ θα σ' ερωτήσω ακόμη· ότ' ήδη φθάνει της γλυκειάς ανάπαυσης η ώρα 510 'ς αυτούς, 'που πιάν' ύπνος γλυκός, μ' όση και αν έχουν θλίψι. αλλ' άμετρην διώρισε λύπην 'ς εμένα η μοίρα. όσ' είν' ημέρα ευφραίνομαι με στεναγμούς, με θρήνους, 'ς το σπίτι ενώ τα έργα μου προσέχω και των δούλων· αλλ' άμ' η νύκτα καταιβή και όλοι γλυκοκοιμούνται, 515 'ς την κλίνην, οπού κείτομαι, την έρημη καρδία, σκληροί μου σφίγγουν λογισμοί και βιάζουν με να κλαίω. και όπως αηδόνα η πράσινη, η κόρη του Πανδάρου, γλυκολαλεί, της άνοιξης άμα ο καιρός γυρίση, ενώ 'ς των δένδρων κάθεται τα φουντωμένα φύλλα, 520 και ως χύνει την πολόηχη φωνή της συχναλλάζει, τον Ιτυλόν της κλαίοντας, παιδί της, 'που 'χε σφάξει άγνωστα εκείνη, τον υιόν του Ζήθου βασιλέα· όμοια κ' εμένα εδώ κ' εκεί σαλεύεται η καρδία, αν θα σταθώ με το παιδί, και ως είμαι να φυλάγω 525 το είναι μου, ταις δούλαις μου και το υψηλό παλάτι, σέβας της κλίνης νυμφικής και της φωνής του κόσμου, ή απ' τους μνηστήραις Αχαιούς ήδη θ' ακολουθήσω κείνον οπ' είναι ανώτερος και πλήθια δίδει δώρα. και όσ' ήταν άγνωστο παιδί δεν μ' εσυγχώρει ο υιός μου 530 άνδρα να πάρω αφίνοντας του πρώτου ανδρός το δώμα· πλην τώρ' ότ' εμεγάλωσε και παλληκάρι εγίνη, λεπείται την ουσία του, 'που τρώγουν οι μνηστήρες, και τους θεούς παρακαλεί να υπάγω εις τους γονείς μου. αλλ' όνειρο τώρ' άκουσε, και να μου το εξηγήσης· 535 'ς το σπίτι χήναις είκοσι με μοσκευτό σιτάρι εγώ τρέφω, κ' ευφραίνομαι καθώς ταις βλέπω εμπρός μου. μέγας αετός κυρτόμυτος απ' τ' όρος εκατέβη και τους λαιμούς των έκοψε· νεκραίς επέσαν όλαις 'ς το μέγαρο, και ο αετός σηκώθη 'ς τον αιθέρα· 540 κ' εγώ μες τ' όνειρ' έκαμνα ξεφωνητό και κλάψα· κ' εμένα η καλοπλέξουδαις κυκλώσαν Αχαιίδες ενώ 'κλαια πως αετός μου φόνευσε ταις χήναις· γύρισε αυτός κ' εκάθισε 'ς την κορυφή της σκέπης, και με φωνήν ανθρώπινη μ' εμπόδιζε να κλαίω· 545 —θάρρεψε, ω κόρη του γνωστού 'ς τον κόσμον Ικαρίου, όχι όνειρον, αλλ' όραμα καλό 'που θ' αληθεύση· η χήνες τους μνηστήραις σου δηλούν, κ' εγώ, 'που ως τώρα ήμουν αετός, ο άνδρας σου τώρ' είμαι κ' επανήλθα να δώσω τέλος άσχημον εις όλους τους μνηστήραις.— 550 αυτά 'πε κείνος και άφησεν εμένα ο γλυκός ύπνος· και όπως τα μάτια γύρισα 'ς το σπίτ' είδα ταις χήναις 'που τρώγαν σίτον ως προτού τριγύρω 'ς την λεκάνη».
Ένα μονάχα τον ετρόμαζε: ότι ο Λάμωνας δεν ήταν πλούσιος. Αυτό μόνο του ξαδυνάτιζε την ελπίδα. Μολοντούτο έβρισκε καλό να τη ζητήση για γυναίκα κ' εσυμφωνούσε κ' η Χλόη. Στο Λάμωνα δεν τόλμησε να ειπή τίποτε, παρά στη Μυρτάλη και τον έρωτά του θαρρετά εφανέρωσε και για το γάμο της έκανε λόγο. Κι αυτή τα είπε τη νύχτα στο Λάμωνα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν