United States or Oman ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ας μη φάη η δεσποινίς Λιόλια, τρώμε εμείς το μερδικό της, ας τσιμπήση μοναχά λιγάκι. . . Όλο και τσιμπήματα βλέπω έχεις στο νου σου, έκαμε ο άλλος, με τανασηκωμένα χείλια- ο συμπαθητικός ο Μίμης, ο κιτρινόμαυρος, που υπόφερε ο άνθρωπος πολύ απ’ την ομορφιά των κοριτσιών. . . Γέλασαν κ'οι τρεις νέοι, κυττάζοντας κρυφά-ο καθένας χώρια κι αλλοιώς και για λογαριασμό του-τη Λιόλια που πήγαινε δυο βήματα μπροστά ντροπιασμένη, τη Λιόλια που πήγαινε στο χορό, σκυφτή απ’ τη χαρά της πούτανε μεγάλη σα λύπη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Άργησαν πολύ στο «Ξενοδοχείον και Οινοπωλείον Παντός Έθνους» μέσα στου Καλαμιώτη που ξεπέσανε μόλις βγήκαν απ' την οδόν Αγίου Μάρκου Κάτι σκαλιά κατέβαιναν κάτω . . . Ήταν αρκετοί εκεί μέσα και κύτταζαν κατά το μέρος των νέων με το ντροπαλό κορίτσι. . . Δεν ήθελε να φάη η Λιόλια μόνο έκανε σβόλους με το ψωμί που τότριβε ανάμεσα σε δυο της δάχτυλα και με την παλάμη απάνω στο χοντρό τραπεζομάντιλο, το λεκιασμένο, που θάτονε μια φορά άσπρο. . . Μετά πολλά πήρε κ' έφαγε έν’αυγό σκληρό μ’ αλάτι και χοντροκομμένο πιπέρι και τσίμπησε μια πηρουνιά φρικασσάδα απ’ το πιάτο του Νίκου. . . Με χίλια στανιά νακκουμπήση τα χείλια της σ' ένα δάχτυλο ρετσίνα που της έβαλε στο ποτήρι ο Μίμης και πούλεγε ο Νίκος, σα μερακλής που ήτον, πως ήτονε φίνα γιατί «έκανε άμμο». Τη διαλαλούσε τη ρετσίνα του τραγουδιστά ο κάπελας κοντά στην πόρτα, καθώς έπιανε στόνα χέρι πέντε-πέντε μαζί τα ποτήρια όπου γράφανε στον πάτο: ΠΙΕ ΤΟ ΟΛΟΙ και τα ξέπλενε με κρότο απάνω στον τζίγκο του μπάγκου του και τα γέμιζε πεντάρικα και δεκάρικα απ’ τα εκατοστάρια και τις μισές π' ανέβαζαν ακατάπαυτα οι μπακαλόγατοι απ’ το υπόγειο, γκρεμοτσακιστά με ποδοβρόντι στην ασκάλα: «Πώ-πω-πω ! μωρ' τ' είν' ετούτη! Μέλι-γάλα-και μπαρούτη !. . .» Τo «γκαρσόνι» σα να πούμε ένα παιδί γιομάτο και κοκκινομάγουλο, με τα μανίκια του ποκαμίσου του ανασκουμπωμένα με τα λάστιχα και μπροστά του μια σκούρη ποδιά δίμιτη που έσταζε απ’ τη βρώμα μόλις έκανε από’να θέλημα στα διάφορα τραπέζια και πάλι ερχόταν κοντά κι ακκουμπούσε το χέρι του με τα χοντρά κόκκινα δάχτυλα, τα πρισμένα απ' τις χιονίστρες και μαυρονυχάτα, στην άκρη του τραπεζιού τους και τους κύτταζε πούτρωγαν και τη Λιόλια που δεν έτρωγε. . κι άκουγε τις κουβέντες τους και τη Λιόλια που δε μιλούσε. . και γελούσε μ' όλο του το πρόσωπο. . . Πέρα σ' ένα τραπέζι άστρωτο τραγουδούσαν κάτι παιδιά εργατικά : «Τρυγώνα μου περήφανη !. . .» Απ’ την άλλη μεριά, εκεί που βάθαινε το μαγαζί, πίσω απ’ την καμάρα, τρεμοστέναζε σιγαλά μια κιθάρα που τη βαστούσε στα γόνατά του ένας ναύτης σκυμμένος τρυφερά απάνω της.

Σα σκύλος π' άγριου γουρουνιού ή ζαρκαδιού δαγκάνει καπούλια πίσω και μεριά, με πείσμα κυνηγώντας, και το μπερδέβει ενώ ζητάει τριγύρω να ξεφύγει· 340 έτσι ο λεβέντης Έχτορας τους κόλλησε, και πίσω έσφαζε πάντα το στερνό· κι' εκείνοι δρόμο πάντα, όπως μια μέρα γράφτηκε να φύγουν τα παιδιά τους.

Μόλις είχαν φθάσει ως την μέση του γεφυριού, εξηκολούθησεν η γραία, και ο Κιαμήλης, το παιδί μου, είδε μέσ' από ταις ιτιαίς μια φλόγα, κι' άκουσε μια τουφεκιά! Και πριν προφθάση να τα νοιώση, παιδί μου, έπεσεν ο σύντροφός του πληγωμένος! Κ' εξιππάσθηκε το άλογο του Κιαμήλη, κ' έγειρε σε μια μεριά κ' έσπασε το κάγκελο του γεφυριού κ' έπεσε στον ποταμό μαζί με το παιδί μου!

Είπε ο παππάς τα γράμματα, τέλειωσε η λειτουργιά κι' άρχισεν ο κόσμος να μεταλαβαίνουν από τη μια μεριά, κι' από την άλλη να παίρνουν αντίδωρο από το δίσκο, που τον κρατούσε ένα από τα λίγα παιδιά του χωριού, που έκαναν τον αναγνώστη της εκκλησιάς.

την λαμπρήν Πύλον έφθασαν, την πόλι του Νηλέα• και αυτού κατάγιαλα ο λαός θυσίαν ετελούσε, 5 ταύρους ολόμαυρους σφαγή του γλαυκοχαίτη σείστη. έδραις αράδα ήσαν εννηά, κάθονταν πεντακόσοι εις καθεμιά, κ' εις καθεμιά σφάζονταν εννηά ταύροι. τα σπλάγχνα τούτοι ως να γευθούν και τα μεριά να κάψουν προς τον θεό, κείνοι έμπαιναν•το ισόμετρο καράβι 10 όλα εμαζώξαν τα πανιά, τ' άραξαν και άμ' εβγήκαν. εβγήκε και ο Τηλέμαχος και ωδήγα τον η Αθήνη• του πρωτομίλησ' η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη•

Είπε, και όλοι εσυμφώνησαν οι άλλοι, κ' εν τω άμα του Ηλίου ταις καλήτεραις εσύραν αγελάδαις, εγγύθεν, ότι όχι μακράν του μαυροπλώρου πλοίου η ωραίαις πλατυμέτωπαις έβοσκαν αγελάδαις. 355 και ολόγυρα τους έκαμαν ευχαίς των αθανάτων, απ' το υψηλόκομον ιδρύ χλωρά μαδώντας φύλλα, ότιτο πλοίο δεν είχαν ποσώς λευκό κριθάρι. και άμα ευχηθήκαν, κ' έσφαξαν κ' έγδαραν, τα μερία έκοψαν και τα εσκέπασαν 'με διπλωτό κνισάρι, 360 κ' επάνω αυτών ωμά 'βαλαν κομμάτια• και να χύσουν σπονδαίς εις τα καιόμενα σφαχτά κρασί δεν είχαν, και με νερό σπονδίζοντας όλα τα εντόσθια ψήναν. και αφού καήκαν τα μεριά κ' εγευθήκαν τα σπλάχνα, ελιάνισαν τα επίλοιπα και αμέσως τα εσουβλίσαν. 365 ο γλυκός ύπνος έφυγε τότε απ' τα βλέφαρά μου, κ' εκίνησα προς το γοργά καράβι 'ς τ' ακρογιάλι• αλλ' όταν εις το ισόπλευρο καράβ' είχα σιμώσει, ήλθε ο γλυκύτατος καπνός της λίπας προς εμένα, κ' εκλαύθηκα γογγύζοντας εμπρός των αθανάτων• 370 «Δία πατέρα, μάκαρες θεοί, 'που πάντοτ' είσθε, Αχ! για καλό δεν μ' έχετεύπνο βαρύ βυθίσει• κ' εδώ, 'που εμέναν, έπραξαν έργο μεγάλο οι φίλοι».

Ο Καπετάν-Μοναχάκης στη θέσι του μουσκεμμένος ως το μεδούλι, ροκανίζοντας καμμιά γαλέττα στο πόδι, άγρυπνος τώρα δυο νύχτες. Τα κόκκαλά του αρχίνησαν να τον πονούν. Κάθε τόσο κατέβαζε τα χέρια του ξαφνικά, σαν να τον τρυπούσαν με καρφιά, κ' έτριβε μαλακά-μαλακά τα μεριά και τα γόνατα. — Δεν πας να γύρης λίγο, καπετάνιο; Θαρρωστήσης, του είπε ο τιμονιέρης ένα-δυο φορές.

Ποια κακή τρέλλα σ’ έπιασε και ποιος από τους αθανάτους σε τέτοια δεινά σ’ έσπρωξε, που δεν υπάρχουν ποιο μεγάλα; Αλλοίμονό σου, δύστυχε, να σ’ αντικρύσω δεν μπορώ, αν και πολλά να σε ρωτήσω θέλω, πολλά απ’ το στόμα σου να μάθω τέτοια είν’ η φρίκη που γεννάς. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αλλοίμονο, αλλοίμονο, ο δυστυχισμένος! Σε ποια μεριά της γης με παν, σε ποιο βυθόν ορμητικά κυλά η φωνή μου! Αλλοίμονο!

Όμως ο Βεζίρης έκανε ότι δεν έβλεπε, και γύρισε το κεφάλι του από την άλλη μεριά. Η Ζωηδία έμεινε για αρκετή ώρα στο μέσο της αίθουσας, μέχρι που τελικά η Σεραφεία πήγε κοντά της και την παρακάλεσε να καθίσει, μια που και αυτή έπρεπε να παίξει τον ρόλο της.

Σμιθέα! αν στόλισα κι' εγώ την όμορφη εκκλησά σου, αν σούκαψα καμιά βολά μεριά γιομάτα πάχος 40 αρνιών και τάβρων, ξάκουσ' τον τώρα μου αφτό τον πόθο· με σαϊτιές σου οι Δαναοί τα δάκρια ας μου πλερώσουνΕίπε, και την κατάρα εφτύς συνάκουσε ο Απόλλος.