United States or Grenada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότες απάντησε ο βαθύς γιος του Λαέρτη κι' είπε Πώς τάχα, πες, ανάκατοι μες στους σωρούς των Τρώων κοιμάνται τώρα ή χωριστά; Πες μου καλά, να νιώσω429 Τότε απαντάει ο Δόλονας, ο γιος του Καλογνώμη «Μετά χαράς σου εγώ κι' αφτά θενά σ' τα πω όπως είναι. Γιαλού μεριά 'ναι οι Παίονες με τα γυρτά δοξάρια, οι Λέλεγες κι' οι Κάφκονες, οι Πελασγοί κι' οι Κάρες.

Τούτο το λάβωμ' έπιασε κ' εγνώρισεν η γραία, κ' ευθύς το πόδι απόλυσε, κ' έπεσ' εκείνο μέσατον λέβητα, κ' εβρόντησε το χάλκινον αγγείο, 'ς την άλλην έγυρε μεριά, και το νερόν εχύθη. 470 χαράν και θλίψιν μέσα της συνάμ' αισθάνθη εκείνη, τα μάτια δάκρυα γέμισαν κ' εκόπηκ' η φωνή της· και το πηγούνι του 'πιασε κ' είπε· «Γλυκό παιδί μου, είσ' ο Οδυσσέας άσφαλτα· κι' αχ! δεν σ' έχω γνωρίσει πριν ψηλαφήσ' ολόκληρον εγώ τον κύριόν μου». 475

Άφωνοι κοιτάξαμε ο ένας τον άλλον και σα στενοχωρημένοι από κάτι νέο, ανέλπιστο, που δε θέλαμε ούτε να το δούμε καν ή να το γνωρίσουμε, προχωρήσαμε αργά στο στενό μονοπάτι. Εκείνο που παρατηρήσαμε είταν πως το σπιτάκι του νησιού δεν είτανε τώρα πια σταχτί. Είτανε χρωματισμένο κόκκινο. Δεν είταν πια το πλατύ δίπατο χτίριο, μα ένα χαμηλό σπιτάκι στη μεριά, όπου έστεκε μια φορά η πρώτη κατοικιά μας.

Τι κάθε π' όρμαε στο πορτί αγνάντια να ξεκόψει κι' ως κάτου απ' τους ορθόστεκους να καταφύγει πύργους, 195 μπας κι' οι δικοί του απάνωθες με σαϊτιές βοηθήσουν, γλήγορα ο άλλος πρόφταινε μπροστά και τον γυρνούσε κατά τον κάμπο, κι' έτρεχε μεριά του κάστρου ο ίδιος.

Της Θύμπρας έπεσε η μεριά στους αλογάδες Φρύγες, 430 στους Μήονες και στους Μυσούς, στους άσκιαχτους Λυκιώτες. Μα τι τα θέτε τώρα αφτά; Του κάκου τα ρωτάτε.

Από την άλλη μεριά οι αναχρονισμοί πράγματι είναι λίγοι και ούτε καν πολύ σπουδαίοι, κι ακόμη αν τραβιόταν η προσοχή του Σαίξπηρ σ' αυτούς από κανένα συνάδελφό του καλλιτέχνη, πιθανώτατα θα τους είχε διορθώσει.

Ανταμωθήκανε στους όχτους του ποταμού, ο καθένας από τη δική του μεριά, ο ποταμός ανάμεσα, μόνοι τους. Οι ανθρώποι τους παραμερισμένοι κάτι μακρήτερα. Άρχισε τότες η ομιλία. Είπε πρώτα ο Θοδορίχος τα παράπονά του, από τον καιρό που βρέθηκε γελασμένος στα στενά του Αίμου.

Μερικές φορές κάποιος από αυτούς έπαιρνε το θάρρος και προσπαθούσε να τον βοηθήσει, να τον κατεβάσει από το τοιχάκι, χωρίς να τα καταφέρνει. Και άρχισε να αισθάνεται άσχημα από την παρουσία τους. Έστρεψε το πρόσωπο προς τα πέρα και κοίταξε από την άλλη μεριά την ομιχλώδη κοιλάδα.

Τσιμουδιά το λοιπόν, τους κάνει ο Δημήτρης. Αφήστε μου τη δουλειά εμένα. Αμέτε σεις όξω και κάμετε τον ανήξερο. Πέστε το και των αλλονώνε να σωπαίνουν, το τι θα κάμω. Όποιος ανοίξη στόμα, την τρώει την μπαλλοτέ. Και ξεκινάει αμέσως κιόλας καταόξω, από το μέρος που έβλεπε προς την τούρκικη τη μεριά.

Ενώ από μια μεριά ο παπάς στο δωμάτιο του, κι' από άλλη η υπηρέτρα στην τραπεζαρία, έπαιρναν το πρωτοΰπνι, η γριά με τη Μαριανθούλα δεν είχαν πλαγιάση ακόμα.