Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025
Και του Αμφιμέδοντα η ψυχή τότ' είπε προς εκείνον· 120 «Ω Αγαμέμνον' αρχηγέ, τρισένδοξε Ατρείδη, όλα ενθυμούμαι, διότροφε, κείνα 'που μνημονεύεις. θα σου αναφέρω τώρα εγώ τον τρόπον, πώς εγίνη, του θλιβερού θανάτου μας· εμείς μνηστεύαμ' όλοι του Οδυσσέα, 'που 'λειπε 'ς τα ξένα, την συμβία. 125 κείνη τον γάμον μισητόν ν' αρνείτ' ή να τελειόνη δεν έστεργ', ενώ σπούδαζε να ευρή τον όλεθρόν μας. και νέο τέχνασμα, το εξής, 'ς τον νου της εσοφίσθη· πανί μεγάλον έστησε 'ς το μέγαρο, να υφάνη, λεπτόν, αμέτρητο, κ' ευθύς προς εμάς είπε· ω νέοι 130 μνηστήρες μου, αφού απέθανεν ο θείος Οδυσσέας τον γάμον μη μου βιάζετε, σταθήτε, ως ν' αποκάμω το ύφασμα αυτό, τα γνέματα να μη μου παν χαμένα, του Λαέρτ' ήρωα σάβανο, για τον καιρό, 'που η μαύρη μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου θα τον πάρη, 135 των Αχαιίδων μη καμμιά 'ς τον τόπο μ' ονειδίση, αν κείτεται ασαβάνωτος αυτός 'που πλούσιος ήταν. αυτά 'πε κ' εκατάπεισε την ανδρική ψυχή μας. τότε ολημέρα το πανί τα μέγ' ύφαιν' εκείνη, και νύκτα το ξεΰφαινε 'ς την λάμψι των λαμπάδων. 140 ιδού πώς απ' τους Αχαιούς με δόλο 'κρύφθη εκείνη τρεις χρόνους· και τον τέταρτον ότ' έφεραν η ώραις, ως τα φεγγάρια χάνονταν κ' η 'μέραις επληθύναν, μας το 'πε μια των γυναικών, οπού τα γνώριζ' όλα, κ' ηύραμε αυτήν που τ' εύμορφο ξεΰφαινε πανί της· 145 ιδού πώς το τελείωσε βιασμένη απ' την ανάγκη. και το σινδόνι ότ' έφερε 'ς το φως, οπ' είχε υφάνει και καθαρίσει, ώστ' έλαμπεν ως ήλιος η σελήνη, κακή μας κάπουθ' έφερε τον Οδυσσέα μοίρα 'ς άκρη εξοχής, όπ' έμεινεν εκείνου ο χοιροτρόφος. 150 αυτού και ο ποθητός υιός του θείου Οδυσσέα με μαύρο πλοίον έφθασεν απ' την αμμώδη Πύλο. και, άμ' ωργανίσαν θάνατον κακόν εις τους μνηστήραις, 'ς την πόλιν εκατεβήκαν, ύστερος ο Οδυσσέας και πρώτος ο Τηλέμαχος· εκείνον ωδηγούσε 155 ο χοιροτρόφος, με κακά φορέματα ενδυμένον, παρόμοιον με γέροντα τρισάθλιον ψωμοζήτην, οπ' ακουμβούσε 'ς το ραβδί και αχρεία ρούχα εφόρει. και, ως έξαφνα εφανίσθη αυτός, κανείς να τον γνωρίση δεν εδυνήθη και 'ς εμάς ηλικιωμένοι αν ήσαν. 160 τον εκακοποιούσαμε με λόγια και με κτύπους, και αυτός μ' ατάραχην ψυχήν έστεκε να υποφέρη κτυπήματα και ονειδισμούς 'ς τα ίδια μέγαρά του. αλλ', ότε ο νους τον έγειρε του αιγιδοφόρου Δία, αφού με τον Τηλέμαχον τα λαμπρά όπλα επήρε 165 κ' εφύλαξε 'ς τον θάλαμον, κ' εκλείδωσε την θύραν, έσπρωξ' ο ευρετικώτατος την ίδια του συμβία τόξο και σίδερο λευκό να θέση των μνηστήρων αγώνα και του φόνου αρχήν 'ς εμάς 'που ωργίσθ' η μοίρα. του δεινού τόξου την χορδή κανείς μας να τανύση 170 δεν εδυνήθη, και αρκετή δεν είχαμεν ανδρεία. αλλ' ότε να φθάσ' έμελλε 'ς τα χέρια του Οδυσσέα το μέγα τόξο, με βοήν εμείς φωνάζαμ' όλοι, 'ς αυτόν, ό,τι και αν έλεγε, το τόξο να μη δώσουν· αλλ' έδωκε ο Τηλέμαχος την προσταγή και μόνος. 175 και ως το 'λαβε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας, την χορδή τάνυσ' εύκολα· και ταις αξίναις όλαις πέρασε· τότ' εστήθη ορθός 'ς την θύρα και άδεισ' όλα τα βέλη, μ' άγριο βλέφαρο· τον βασιλέ' Αντίνον κτύπησε, κ' έπειτ' έρριχνε στεναγμοφόρα βέλη 180 'ς τους άλλους όλους, κ' έπεφταν σωρός εκείνοι εμπρός του. και φανερά κάποιος θεός μ' αυτούς εσυμμαχούσε, θάρρος τόσ' είχαν άμετρο 'ς την ρώμη τους, και γύρω 'ς τα δώματα τους φόνευαν φρικτά κείνοι βογγούσαν ως κρούονταν η κεφαλαίς, και ο πάτος έβραζ' αίμα. 185 Ατρείδ', ιδού πώς πέσαμε, και ακόμη αμελημένα τα λείψανά μας κείτονται 'ς το δώμα του Οδυσσέα. αν το 'ξευραν 'ς τα σπίτια μας οι ποθητοί θα πλύναν απ' το μαύρ' αίμα ταις πληγαίς, 'ς την κλίνη θα μας κλαίαν την νεκρικήν, ως πάντοτε τιμούντ' οι απεθαμένοι». 190
Ξέρω πράγματα ... πω! πω! που καθένας θα τρομάξη· μα δεν θέλω να τα 'πω, ο θεός να με φυλάξη! Ξέρω τούτο το αγόρι πως ενός μπαμπά δεν 'μοιάζει, ποια μητέρα με την κόρη αγαπητικούς μοιράζει. Ξέρω κάτι σπαθοφόροι με τι &Πουφ& περνούν της ώραις, ποιοι πατέρες θεοφόροι ανατρέφουν ψυχοκόραις. Ξέρω πράγματα .. . πω! πω! που καθένας θα τρομάξη· μα δεν θέλω να τα 'πω, ο θεός να με φυλάξη!
Πλακώνει το σκοτάδι, Περνούν τρεις ώραις, και βουνό δεν φαίνεται 'μπροστά του Χιονούρα αδιάκοπη, βαρειά, κι' αγέρας ωργισμένος... Κάποτε παίρνει ανήφορο, λέει κ' ηύρε το βουνό του, Χτυπάει, φωνάζει τ' άλογο... Βιάζετ' αυτό, ανεβαίνει Φυσάει με λύσσα ο άνεμος, και ρίχνει, ρίχνει, χιόνι, Που όσο ν' ανέβη 'ςτήν κορφήν εσκέπασε το μαύρο. Φυσομανάει και σαν στοιχειό παλεύει με το χιόνι.
Κάθεται η νηά κι' ακαρτερεί 'ςτ' ακρογιαλιού τα βράχια. Τα μακρυά της τα μαλλιά τα κυματίζει ο αγέρας, Και σπούνε μέσ' 'ςτά πόδια της τα κύματα με βόγγο. Ώραις τηράει το πέλαγο, ώραις τηράει μπροστά της, Νέφια και κύματα μαζί συχνορωτάει με πόνο, Αν είδαν κάπου νάρχεται τ' αγαπημένου η βάρκα. Τα σύγνεφα μένουν βουβά, τα κύματα βογγούνε, Κι' αναστενάζουνε βαρειά βαρειά της νηάς τα στήθηα.
ΚΕΝΤ Ήτο πριν φύγη ο βασιλεύς; ΙΠΠΟΤ. Όχι· κατόπιν ήτο. ΚΕΝΤ Ω Ληρ, ο φίλε, είν' εδώ — ελεεινός και μαύρος! Είν' ώραις που συνέρχεται και 'ξεύρει τι συμβαίνει, αλλά την θυγατέρα του να την ιδή δεν θέλει. ΙΠΠΟΤ. Και διατί; ΚΕΝΤ Η εντροπή τον εμποδίζει, φίλε, διότι ήτον άδικος.
Όσο να ξεχιονίσουμε την πόρτα που παιδευόμαστε δύο ώραις με της τσάπες και με τα φτυάρια, η σκεπή που ήταν καταφορτωμένη απ' τα χιόνια έπεφτε κρακ, και μας πλάκωνε. Τα δύο παιδία τα οποία είχαν χάσει την ευθυμίαν των, και ήσαν έτοιμα να κλαύσωσιν, ύψωσαν ακουσίως τους οφθαλμούς προς την οροφήν, την οποίαν είχε δείξει διηγουμένη και άμα χειρονομούσα η γραία.
— Λοιπόν, καθώς είνε τώρα η περίστασις, μου φαίνεται, δεν είνε άσχημον να κάμωμεν οι δύο μας ένα μικρό ταξείδι. — Τι ταξείδι; — Δεν είνε πολύ μακράν. Ολίγαις ώραις δρόμος. Και πιστεύω ότι έχομεν και οι δύο γερά πόδια. — Διά πού; ηρώτησεν ο Γύφτος. — Διά την κατοικίαν του αυθέντου μου. — Να κάμωμεν τι; — Θα ιδής. Μου φαίνεται, δεν είνε άσχημα, και δεν θα κακοπάθης.
ΠΟΛΩΝΙΟΣ Ηξεύρετε οπού κάποτ' ώραις και ώραις κάμνει περίπατον εδώ 'ς το μακρυνάρι. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Αλήθεια. ΠΟΛΩΝΙΟΣ 'Σ εκείνον τον καιρόν εγώ θα του απολύσω την κόρην μου, και σεις οπίσω απ' την αυλαίαν μ' εμέ κρυμμένοι θα παρατηρήτ' εκείνην την συναπάντησιν· και αν δεν την αγαπάει, αν από έρωτα τον νουν δεν έχει χάση, σύμβουλος να μην ήμ' εγώ της πολιτείας, αλλ' επιστάτης των αγρών και ζευγολάτης.
Η πούλια ήτο ήδη υψηλά, «τέσσαρες ώραις να φέξη», και ο μπάρμπ'- Αναγνώστης, αφού εξύπνισε τον ιερέα κατασκευάσας πρόχειρον σήμαντρον, εκ στερεού ξύλου καρυάς και πλήκτρον περιήρχετο τα καλύβια θορυβωδώς κρούων όπως εξεγείρη τους χωρικούς. Εισήλθον εις το μικρόν εξωκκλήσιον του Αγ. Δημητρίου. Είς μετά τον άλλον προσήρχοντο οι χωρικοί με τας χωρικάς των και με τα καλά των ενδύματα.
« Άκουσα ότι 'ς τα βουνά » Μαύρη Τουρκιά πλακώνει, » Ότι Σκοδριάνους διαλεχτούς » Δέκα οχτώ χιλιάδες » Από κοντά τους φέρνουνε » Δυο λύκοι, δυο πασσάδες «'Κειός ο Κιοσσέ Μεχμέτ-πασσάς, » Με τον Ομέρ-Βριώνη.» « Έμεινα με σαράντα οχτώ » Συντρόφους, παλληκάρια. » Την Αλαμάνα πιάσαμε. » Ανάφτει το τουφέκι » Και κάθε, κάθε μας φωτιά » Ήταν αστροπελέκι. » Τρεις ώραις πολεμήσαμε » Πίσω 'πό τα λιθάρια.»
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν