Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025


Τότε η θεά τ' απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• «Κ' εγώ μ' αλήθεια θα σου ειπώ εκείνα οπ' ερωτάς με• Μέντης του φιλοπόλεμου καυχιούμαι τ' Αγχιάλου 180 ότι είμ' υιός, και βασιληάς των ναυτικών Ταφίων• με πλοίον και με συντροφιάν έφθασα και πηγαίνω, το μαύρο πέλαο σχίζοντας, 'ς ανθρώπους αλλοφώνους, 'ς την Τέμεση, για χάλκωμα και σίδερο τους φέρω. κ' έξω απ' την πόλιν άφησα το πλοίο, 'ς τον λιμένα 185 το Ρείθρον, αποκάτωθε του δασερού Νηίου• και πατρικοί καυχιούμασθε παλαιόθ' ανάμεσόν μας ξένοι, και αν θέλης πήγαινε τον γέρο να ερωτήσης ήρωα Λαέρτην, όπου πλειά δεν έρχεταιτην πόλι, ως λέγουν, αλλάτους αγρούς πέρα κακοπαθαίνει, 190 με γραίαν υπηρέτριαν, οπού πιοτό και βρώσι του παραθέτει, όταν αυτού τα μέλη πάρη ο κόπος, 'ς το κάρπιμο ενώ σέρνεται κηπάρι αμπελοφόρο. κ' ήλθα επειδή ο πατέρας σου ελέγετο πως ήταν εις την πατρίδα• αλλ' οι θεοί τον δρόμο του εμποδίζουν• 195 τί δεν απέθανετην γην ο θείος Οδυσσέας, αλλ' είναι ακόμα ζωντανόςτα πέλαγα, κλεισμένος μέσα εις περίβρεκτο νησί, και άνδρες κακοί τον έχουν άγριοι, κ' εις το πείσμα του θαρρώ πως τον κρατούσι. και θα σου ειπώ προμάντευμα, 'που τώρα εις την καρδιά μου 200 μου βάζουν οι αθάνατοι, και ν' αληθεύση ελπίζω, αν και ούτε μάντις είμ' εγώ ούτε είμαι ορνιθοκρίτης. μακράν ακόμη απ' την γλυκειά πατρίδα δεν θα μείνη πολύν καιρόν, ουδ' αν δεσμά τον έχουν σιδερένια• ότ' είναι πολυμήχανος, θα σοφιθή να φύγη. 205 αλλ' έλα τώρα λέγε μου με όλη την αλήθεια, αν τέτοιος άνδρας καθ' αυτό παιδί 'σαι τ' Οδυσσέα• και φοβεράτην κεφαλή, 'ς τα εύμορφα μάτια μοιάζεις εκείνου, επειδή σμίγαμε συχναίς φοραίς αντάμα, πριν εις την Τροίαν αναιβή, 'π' ανέβηκαν κ' οι άλλοι 210τα βαθουλά καράβια τους, οι πρώτοι των Αργείων. τον Οδυσσέ' από τότ' εγώ δεν είδα, ούτ' εμέ κείνος».

Θα σας συστήσω, είπεν, εις τον Κύριον Μελέτην. Θεωρεί ως δικαίωμα και ως καθήκον του το να φιλοξενή τους επισκεπτομένους την νήσον μας και θα το εκλάβη ως προσβολήν, εάν σας συστήσω εις άλλον τινά. Αξιόλογος άνθρωπος, επρόσθεσεν. Αλλά προ πόσων ετών δεν τον είδα! Λέγων ταύτα ο καθηγητής ήρχισε να γράφη.

Επήρεν ο Χρήστος την κάππαν του, την έθεσεν επί της κεφαλής του, την εχαμήλωσεν επί του προσώπου του και μοι έτεινε την χείρα. Εγώ εμπρός, εκείνος κατόπιν, μετέβημεν από το έν οίκημα εις το άλλο. Εκεί έμεινα αρκετήν ώραν πλησίον του, επροσπάθησα όπως ηδυνάμην να τον παρηγορήσω, και ανεχώρησα αφού ενύκτωσεν. Ότε ήνοιξα την θύραν διά να εξέλθω, μου εφάνη ότι είδα εις το σκότος ανθρώπους ωπλισμένους.

ΜΙΡ. Ημπορούσα να τον ειπώ θεοτικόν, γιατί εις την φύση πράμμα τόσο λαμπρό ποτέ μου δεν είδα. Προχωρεί, βλέπω, καταπού τα σπρώχνει η ψυχή μου. Πνεύμα, εκλεκτό πνεύμα, σ' ελευθερώνω γι' αυτό σε δυο ημέραις.

Σ' εζήτησα και χθες διά να σε προσκαλέσω, αλλ' εστάθη αδύνατον να σε ιδώ. Αλλά πώς δεν μας φέρεις και τον Σωκράτη; Τότε εγώ στραφείς, εξηκολούθησεν ο Αριστόδημος, είδα ότι ο Σωκράτης δεν με είχεν ακολουθήσει. Είπα λοιπόν ότι ηρχόμην μαζή με τον Σωκράτη ο οποίος και μ' επροσκάλεσεν εις το δείπνον. — Έκαμες πολύ καλά να έλθης, είπεν ο Αγάθων· αλλά πού είναι ο Σωκράτης;

Αλλ' ότε οπίσω αφήσαμε την νήσο των Σειρήνων, καπνό και κύμα είδα τρανό, και άκουσα μέγαν κτύπο• τρόμαξαν, και απ' τα χέρια τους έφυγαν τα κουπία, 'που εβρόντησαντην θάλασσα' και το καράβι εστάθη, τι πλειά δε τό' βιαζαν κουπιά και ανδρειωμένα χέρια. 205 κ' εγώτο πλοίο γύριζα και τους συντρόφους όλους από κοντά συμβούλευα με λόγια μελωμένα• «αγαπητοί μου, αμάθητοι δεν είμασθε από πάθη• το κακό τούτο, 'πώρχεται, χειρότερο δεν είναι απ' τ' άντρ', όπου του Κύκλωπα μας είχε κλείσ' η βία• 210 όμως κ' εκείθ' η αξία μου, ο νους και η φρονιμάδα, μας έσωσε, κ' έναν καιρό θα το ενθυμείσθ', ελπίζω. κ' ελάτε τώρα, ό,τι θα ειπώ να το δεχθούμεν όλοι• εσείς αυτού καθήμενοι με τα κουπιά κτυπάτε την αγριωμένην θάλασσαν, ίσως μας δώση ο Δίας 215 να φύγουμ' απ' τον όλεθρο, 'που εδώ μας παραστέκει. συ, κυβερνήτη, έχε τον νουαυτό, που σε προστάζω, επειδή συ 'σαι οπού κινείς του καραβιού το δοιάκι• έξω από τούτον τον καπνό και από το κύμα στρέφε το πλοίο, και όλο σίμονετον βράχο, μη σου φύγη 220 μ' ορμήεκείνη την μεριά και εις συμφοραίς μας ρίξης».

Έχετε δω σιμά χωράφια; Εγώ δεν σας είδα άλλην φοράν. — Τώρα γρήγορα ταγοράσαμε. — Δεν μοιάζετε για χωραφάδες, είπεν η γυνή, παρατηρούσα το μαυρισμένον πρόσωπον και τας μολυβδόχρους χείρας του Γύφτου. — Σαν τι μοιάζομε; — Φαίνεσθε σαν Ατσίγγανοι. — Ειμπορεί να είμασθε κι' όλας, εμορμύρισε δυσμενώς ο Πρωτόγυφτος. Σε πειράζει τούτο τίποτες; — Όχι. — Τότε γιατί ρωτάς;

Το όνειρον είδα προ πολλού και το διηγήθην προς τους φίλους, όταν έδωκες όνομα εις τον δευτερότοκον υιόν σου• αλλά μη δυνάμενος να εννοήσω ποίους μακροβίους με διέτασσεν ο θεός να σου προσφέρω, περιωρίσθην τότε να ευχηθώ εις τους θεούς να δώσουν την μακροτέραν ζωήν εις σε και τα τέκνα σου• ενόμιζα δε ότι τούτο ήτο συμφέρον εις το ανθρώπινον γένος ολόκληρον, προ πάντων δε εις εμέ και όλους τους οικείους μου• διότι ενόμισα ότι το όνειρον εσήμαινε καλόν και δι' εμέ.

Πατέρας λοιπόν αυτών δεν είναι ο σκύλος; — Βέβαια· τον είδα και με τα μάτια μου που ανέβαινε τη σκύλα μου. — Αυτός ο σκύλος δεν είναι δικός σου; — Μάλιστα. — Λοιπόν ο σκύλος αυτός που είναι πατέρας, είναι δικός σου, επομένως πατέρας δικός σου, και συ αδελφός των κουταβιών.

Χωρίς να προφέρη λέξη γύρισε και πήγε στη μικρή κάμαρα του Σβεν. Έμεινε πολλή ώρα εκεί κι όταν ξαναγύρισε, είδα πως είχε κλάψει, όχι όμως από θλίψη. Εκεί όμως που καθόμουνα μόνος και την περίμενα, συλλογίστηκα πως δεν είχε ανοίξει ποτέ μπροστά μου την πόρτα της μικρής κάμαρας και να μπη μέσα να κάμη την προσευχή της.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν