United States or Dominican Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε απαντά ο θεόμορφος γιος του Δαρδάνου κι' είπε 217 «Μη μ' αμποδίζεις που ποθώ να πάω, τι δε θ' αλλάξω, και μη μου γίνεσαι κι' εσύ κακό σημάδι σπίτι. Τι αν άλλος μου τ' αρμήνεβεπες αν θνητόςστον κόσμο, 220 θες από σπλάχνα κρίνοντας θες όνειρα, τα πούμε ψευτιά 'ναι κι' ίσως σε κακό πως φόβος να τελιώσει. Μα τώρα αφού θεά άκουσα κι' ομπρός μου εγώ την είδα, θα σύρω... τόπα, θα γενεί.

Τα πράγματα που είδα με γαργαλίζουν όπως το φτερό που στριφογυρίζομε στ' αυτί μας. ΠΕΤ. Πολύ θαυμαστόν ήτο αυτό το όνειρον. Λέγουν ότι τα όνειρα πετούν, αλλ' η πτήσις των περιορίζεται εις τον ύπνον• βλέπω όμως ότι το δικό σου υπερβαίνει τα όρια και εξακολουθείς να το βλέπης με ανοικτούς οφθαλμούς.

ΑΜΛΕΤΟΣ Να παρευρισκόμουν ήθελ' αυτού. ΟΡΑΤΙΟΣ Μεγάλην θα αισθανόσουν φρίκην. ΑΜΛΕΤΟΣ Πιθανώς, πιθανώς. Πολύν καιρόν εστάθη; ΟΡΑΤΙΟΣ Ως να μετρήσης εκατόν και όχι με βίαν. ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ και ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ Πλειότερο, πλειότερο. ΟΡΑΤΙΟΣ Αλλ' όχι οπότε το είδα εγώ. ΑΜΛΕΤΟΣ Τα γένεια στακτερά δεν είχε; ΟΡΑΤΙΟΣ Τα είχε, ως όταν ζωντανόν τον είδα, μαύρα σπαρμέν' ασήμι.

Και λαμβάνοντας μίαν πέτραν εκτύπησα τον μεγαλύτερον όφιν εις την κεφαλήν και ευθύς τον εσκότωσα και ελευθερώθη ο άλλος που εζήτει βοήθειαν· έπειτα επέταξεν εις τον αέρα και έγινεν άφαντος. Εγώ ανεχώρησα ολίγον μακράν και εκάθησα εις τον ίσκιον άλλου δένδρου και εκεί απεκοιμήθην. Όταν εξύπνησα είδα πλησίον μου να κάθηται μία γυναίκα Αράπισσα με δύο σκύλες δεμένες.

Πέρασα, ήταν καταπράσινος ο τόπος από άλλα δέντρα. Δεξιά είδα μιαν άλλη θάλασσα, τον κόλπο τον Κεράτειο. Οι πύργοι ήταν πολυγωνικοί κι ο τοίχος μονός, τώρα, ψηλός και καλοχτισμένος· πέρασα αρκετά μακριά από τους πύργους του Ισαακίου Αγγέλου και του Ανεμά, επειδή ανάμεσα στο δρόμο και στον τοίχο, σε κείνο το μέρος, φυτρώνουν περιβόλια.

Είπε• κ' εκείνος έτρωγε κρέατα κ' ερουφούσε κρασί κ' εσώπα, αλλ' όλεθρον φύτευε των μνηστήρων. 110 και άμ' έφαγε κ' ευφράνθηκεν, ο άλλος το ποτήρι, εκείν' όπ' έπινεν αυτός, όλο κρασί γεμάτο, του πρόσφερε• χαρούμενος το δέχθηκεν εκείνος• κ' ευθύς τον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα• «Ω φίλε, ποιος σ' αγόρασε με την δική τ' ουσία, 115 'που τόσην είχε δύναμι, και τόσα πλούτη, ως λέγεις, και 'πώπεσεν εκδικητής κ' εκείνος του Ατρείδη; ειπέ τον, και αν εγνώρισα τον άνδρα, θα νοήσω, οι αθάνατοι γνωρίζουσιν αν θα 'φερν' αγγελία οπού τον είδα• ότ' εις πολλά μέρη επεριπλανήθην». 120

Ρίχτηκαν τα σκυλλιά απάνω στον ανεμοστρόβιλο, κι’ είδα ένα χορό γυναίκες πανέμορφες, μ’ ένα σιντόνι η καθεμιά ζωσμένη, που τρύπωσαν μέσα στο λόγγο, χορεύοντας και φεύγοντας με τα φύλλα, σαν αστραπή. Έχασα τα λογικά μου. Δεν είξερα πού είμουν. Και όταν ήρθα στον εαυτό μου, ύστερα από μήνες, κατάλαβα ότι βρισκόμουν στο μαναστήρι. Το πάθημα του Σιάνου είνε γνωστότατο σ’ όλη την επαρχία.

Όχι, εγώ θα ζήσω στον κόσμο, στον κόσμο θα μεγαλώσω, κι από τον κόσμο απομέσα θα τους πλερώσω τους φίλους... Σκουλαρίκι να το κρεμάσουν. ... Έκλεισα τα μάτια μου κι αποκοιμήθηκα. Και στον ύπνο μου είδα παράξενο όνειρο. Βρέθηκα σ' εκκλησιά μέσα. Λαμπάδες, ψαλμωδίες, κόσμος. Κι ως τόσο μια καταχνιά, που όσο κι αν έφεγγε, δεν έβλεπα τίποτις μακριά. Σε ποιο μέρος της εκκλησιάς βρισκόμουνα δεν ήξερα.

Η τακτική των ανθρώπων τούτων δεν είναι νέα· πάντοτε τους είδα ή διά τοιούτων και επικινδυνοτέρων λόγων, ή και δι' έργων να εκφοβίζουν τον λαόν, διά να καταλάβουν την εξουσίαν αυτοί. Και μα την αλήθειαν, φοβούμαι μήπως μετά πολλάς προσπαθείας, επιτύχουν και δεν δυνηθώμεν ημείς υπό αδυναμίας, πριν πάθωμέν τι, να προφυλαχθώμεν και να τους τιμωρήσωμεν διά τα τεκταινόμενα.

Τα είδες εσύ ποτέ σου αυτά, παπά-Νικόλα μου; Εγώ τα είδα. Μάλιστα. Εκεί είνε λοιπόν και ο Αράπης θαμμένος, και του ανάπτουν και καντήλι οι Τούρκοι και τον έχουν τον τάφον του με κάγκελλα συγυρισμένον και ένα εύμορφον κλήμα τον σκεπάζει με τα πλατειά τα φύλλα του.