Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025


Αύριο θα ξαναφυσήση πάλι. ΔΩΡΑΔεν είναι αυτό, μπαμπά μου. Μα, δεν ξέρετε, είδα κάτι τι τώρα που μου χάλασε όλη τη διάθεση. Είδες κάτι τι; Τι είδες, παιδί μου; ΔΩΡΑΤώρα που ανέβαινα τη σκάλα είδα μια κυρία κάτω στην είσοδο. Κρατούσε το μαντύλι στο πρόσωπό της και προσπαθούσε να κρύψη τα δάκρυά της. Φαινότανε πολύ δυστυχισμένη. Αν ξέρατε τι κακό που μούκανε. Αι, παιδί μου!

ΘΕΤ. Δι' εαυτήν μεν εσιώπα και αγογγύστως υπέφερε την καταδίκην• παρεκάλει όμως διά το βρέφος να μη φονευθή και το εδείκνυε προς τον πάππον, διά να τον συγκίνηση με το κάλλος του• αυτό δε εξ αγνοίας των κακών εμειδία προς την θάλασσαν. Αλλά τα δάκρυα πάλιν πλημμυρούν τους οφθαλμούς μου εις την ανάμνησιν των όσων είδα. ΔΩΡ. Και εγώ συγκινούμαι. Αλλά δεν μου λες απέθαναν;

Εξηπλώθην καταγής πλησίον της μητρός μου και έκλεισα τους οφθαλμούς, άνευ της ελαχίστης δυνάμεως εις τα μέλη μου, άνευ σκέψεως εις την κεφαλήν μου. Και ησθάνθην την χείρα της μητρός επί του μετώπου, και ήνοιξα τους οφθαλμούς και είδα την αγαπητήν κεφαλήν της κεκλιμένην άνωθέν μου. Δεν αντηλλάξαμεν λέξιν, αλλ' έκυψεν η μήτηρ μου και μ' εφίλησε, και έκλεισα πάλιν τους οφθαλμούς.

Εις όλην την ζωήν μου δεν είδα την έντονον επιθυμίαν και τον θερμόν και δεινόν πόθον που υπήρχε μέσα εις την τόσην καθαρότητα, δύναμαι μάλιστα να πω εις την καθαρότητα αυτήν που ποτέ μου δεν εφαντάσθην ουδ' ωνειρεύθην.

Ετρεξα ν' αποτειχωθώ με μια χονδρή μαγκούρα πίσω από ένα φράκτη κοντά εις το καφφενεδάκι της Άμμου, που επήγαινε κάθε βράδυ να παίξη τάβλι ο αχρείος πού εφίλησε τη γυναίκα μου και, όταν τον είδα να έρχεται, εξετρύπωσα σα φάντασμα, του έσφιξα το λαρύγγι διά να μη μπορη να γκαρίση και του πασάλειψα ένα ξύλο, που θα το θυμάται ακόμα. Το άλλο πρωι ήμαστε εις την Αθήνα.

Μόλις την είδα, εφρόντισα με χειρονομίες να την προγγίξω. Αλλά χίλια και αν έκανα δεν εξεκολλούσεν ο πειρασμός. Έβλεπε τις χειρονομίες μου μια στιγμή κ' έπειτα εγύριζε αλλού το κεφάλι με αδιαφορία, μ' ένα ήθος περιφρονητικό σαν να μου έλεγε: Μωρέ άει χάσου!... Τέλος ο καπετάνιος την είδε: Πίσω μου σατανά! είπε κάνοντας τον σταυρό του. Εσήκωσε τα μάτια και την εκύταξε μ' επιμονή κατάματα.

Αίφνης εκείνος ενεφανίσθη εις το μέσον, χωρίς η θύρα να τρίξη, και είπεν αυτοίς: «Ειρήνη υμίνΕίδα Εκείνον όπως όλοι τον είδαν, και αι καρδίαι μας επλήσθησαν φωτός, διότι επιστεύσαμεν ότι ανέστη και η δόξα του θα είναι αιωνία.

Και αν είχαμεν δύο χιλιάδας, υπέλαβεν ηλιθίως μειδιών ο κύριός μου, ακόμη καλλίτερα. Δυστυχώς ο διάλογος εκείνος, όστις αντήχει ως ωραία μουσική εις τα ώτα μου, διεκόπη ταχέως, και είδα χαίνουσαν μετ' ολίγον ενώπιόν μου την θύραν νέας φυλακής, του σιδηρού κιβωτίου του κτήτορός μου.

Η Ζερβοπούλα η ώμορφη κι' αρχοντοθυγατέρα 'Στόν αργαλειό της ύφαινε κι' ανάρια ετραγουδούσε: —Διασίδι, καλοδιάσιδο, γνεμμένοτο νυχτέρι, Διασίδι, μ' όντας σ' έγνεθα τον συχνωνειρευόμουν, Διασίδι, όντας σ' εδιάζομουν ήρθεν από τα ξένα, Διασίδι, όντας σ' ετύλιγατην εκκλησιά τον είδα, Διασίδι, όντας σ' εκόλναγα μώστειλεν αρραβώνα.

Όχι, μου απεκρίθη, δεν το ηξεύρω· μα ο αδελφός μου ο πλέον γεροντότερος, που θέλεις εύρει παρεμπρός, ελπίζω πως θέλει σου το φανερώσει. Ακολούθησα να περιπατώ και είδα πολλά ογλήγορα και τον τρίτον γέροντα που εδούλευε την γην· αυτός δεν είχε μίαν τρίχα άσπρην εις το κεφάλι του, και μου εφαίνονταν τόσον δυνατός, που δεν ημπορούσα να στοχασθώ πως ήτον ο πλέον γεροντότερος από τους άλλους δύο.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν