Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025
Είδα εγώ και βουβάλι που ερωτεύτηκε και, σαν να το κέντησε η μυίγα, εμούγκριζε· και τράγο, που αγάπησε γίδα και την ακολουθούσε παντού. Κ' εγώ ο ίδιος σαν ήμουνα νέος ερωτεύτηκα την Αμαρυλλίδα· και μήτε φαΐ θυμώμουνα, μήτε πιοτό έβαζα στο στόμα μου, μήτε κοιμώμουνα.
Γδύνομαι αμέσως, παίρνω την πρώτη ανάσα. Μπρε! Πήρε κ' εσούρπωνε. Αντίκρυ το Πήλιο εψήλωνε βαθυγάλαζο σαν από λουλάκι. Τα χωριά του άσπριζαν στις πλαγιές σκόρπια μάρμαρα. Κάτω στον Βώλο άναβαν τα φώτα και ψηλά ο ουρανός ολοπόρφυρος από το ηλιοβασίλεμα, έβγαζεν ένα — ένα τρεμόφεγγα τ' αστέρια του. Μου εφάνηκε πως εξανάζησα όταν είδα εμπρός μου γνώριμα πρόσωπα και γνωστότερα πράγματα.
Ακόμη του εδιηγήθηκα και τα όσα μου εσυνέβηκαν την άλλην ημέραν, που είχα υπάγει εις την πόρταν του Μουφάκ διά να ζητήσω ελεημοσύνην, και πως εκεί είδα μίαν Κυράν νέαν, από της οποίας την ιδέαν έμεινα τετρωμένος. Εκεί που ανάφερα το όνομα του Μουφάκ, εθεώρησα τους οφθαλμούς του Κατή να ανάπτουν από θυμόν.
Όχι εμείς μονάχα, αλλ' ούτε ο πατέρας, που είχε ταξιδέψει όλον τον κόσμο, τα ήξερε, ούτε ο δάσκαλος, που είχε διαβάσει όλα τα βιβλία. Και γι' αυτό, το βράδυ, όταν μαζευόμαστε τριγύρω της, η γιαγιά μάς τάλεγε όλα αυτά και άλλα τόσα ακόμα και τελειωμό δεν είχαν. Κ' εμείς της λέγαμε: — Τα είδες με τα μάτια σου, γιαγιά; Κ' εκείνη μας έλεγε: — Τα είδα με τα μάτια μου, όπως σας βλέπω τώρα.
— Τον είδα! είπε ξερά ο Γιώργης. — Ποιος ήτανε; Μίλα, μωρέ! — Αυτός ο ψιλικατζής!... Δεν είπε τόνομά του. Έκανε μοναχά ένα πικρό χαμόγελο. — Του λόγου του! ξαναείπε. Ας είνε! Δίκηο είχε... Δε μιλήσανε πλια. Σηκώσανε πιο γερά το φίλο τους και ανηφορήσανε στο καλντερίμι. Ο ψιλικατζής! Ο Σταυρός ο Γιαννακός! Ποιος άλλος να ήτανε; Και να μη τους τώλεγε, θα το καταλαβαίνανε.
Συχνά το είδα απ' τον καιρόν που έφθασα εδώ εις την Αγγλίαν. πώς έλαβε το χάρισμα ο Θεός μόνος 'ξεύρει! Παθιασμένοι έρχονται, πρησμένοι, πληγωμένοι, ελεεινοί, απ' τους ιατρούς απηλπισμένοι όλοι, εκείνος νόμισμα χρυσούν κρεμνά εις τον λαιμόν των και τους διαβάζει μίαν ευχήν, και θεραπεύοντ' όλοι.
Μόλις μπήκε στο δωμάτιο του Αγαθούλη, τούπε: — Πώς λοιπόν, κύριε Αγαθούλη, δεν αναγνωρίζετε πια την Πακέττα; Σ' αυτά τα λόγια ο Αγαθούλης, που δεν την είχε έως τώρα προσέξει, απάντησε: — Αλίμονο, δυστυχισμένο μου παιδί, σεις λοιπόν εφέρατε τον δόχτορα Παγγλώσση στα όμορφα χάλια, που τον είδα; — Αλίμονο, κύριε, είμ' εγώ, είπε η Πακέττα. Βλέπω, πως τάχετε πληροφορηθή όλα.
«Φίλε, τι έρχεσαι, έτσι λαχανιασμένος, να ζητήσης εδώ μέσα; Θάλεγε κανείς πώς είσαι οδηγός λαγωνικών και τρέχεις κατ' οπίσω τους να τα πιάσης. Μήπως έρχεσαι και συ να ζητήσης δικαιοσύνη για κανένα άδικο που σου κάνανε; Ποιος σ' έδιωξε από το δάσος μου;» Ο δασοφύλακας τον επήρε κατά μέρος, και χαμηλόφωνα του είπε: — «Είδα τη Βασίλισσα και τον Τριστάνο. Κοιμώντανε, και μ' έπιασε φόβος.
Όσο σιμώναμε προς το νησί, τόσο πιο δυνατά με φλόγιζε βαθιά μου η χαρά του πόθου, που τον έθρεφα τόσα χρόνια και που τώρα έμελλε να πληρωθή. Κατεβήκαμε στην αποβάθρα και μ' ένα βλέμμα αχόρταστο αγκάλιασα όλα γύρω μου. Είδα τις αποβάθρες, τα παραπήγματα των πλοίων, όλα τα μικρά χτίρια, που λάμποντας με τανοιχτά χρώματά τους, στρυμωνόντανε στην πλαγιά του γυμνού βουνού.
— Πάτησαν το Μοναστήρι! Δεν το μάθατε! Βούιξε όλο το χωριό. — Πάτησαν το Μοναστήρι! Είπεν εκπεπληγμένος ο καπετάν-Θοδωρής, ως άνθρωπος του οποίου ωραίον όνειρον διέκοψε ξηρός κρότος ατακτούσης γαλής. — Εγώ όταν κατέβαινα από το κτήμα, επανέλαβεν η γειτόνισσα, είδα τον κόσμο που πήγαιναν ωπλισμένοι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν