United States or Marshall Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μου θύμησε το ζαχάρωμα που απολάβει κανένας κολλημένος 'ςτα κόκκινα και φλογερά χείλη της κορασιάς. Και με τη θύμηση αυτή την κατάγλυκια, αποκοιμήθηκα. Όταν μ' εξύπνησαν για να κινήσουμε, είδα που ξέβγαιναν από τες ζόρκες κορφές του Σπανού, απάνου, μεγάλα μαυριδερά σύγνεφα, μ' άσπρες ράχες, ωσάν κύματα αφρισμένα.

Την είδα.. . ω! τι μάγουλα! τι μάτια λιγωμένα! μ' ενθύμησε της ωμορφιαίς της κλασικής πατρίδος· τόσον καιρό με πρόσωπα εσυγκινούμην ξένα, και επεθύμησα μορφήν γνησίας Ελληνίδος. Επόθουν κάλλος φλογερόν μεσημβρινού ηλίου με χείλη ολοπόρφυρα και μάτια φωτεινά, ήθελε θέρμην η αυγή του νεαρού μου βίου, και όχι κρύο Ρούσσικο, που κρύσταλλα γεννά.

Αφού και είδα ένα τέτοιον υπέρπλουτον θησαυρόν αλησμόνησα πλέον τα όσα ο γέρων μου παρήγγειλε να φυλάξω, και ευθύς άνοιξα τα χέρια εις το να μοιράζω πλουσιοπαρόχως εις κάθε έναν από τα πλούτη μου.

ΦΙΛ. Ούτε επήγα, πατέρα, εις την Ολυμπίαν, διά τον φόβον των αναθεματισμένων εκείνων τους οποίους ανέφερα, διότι έβλεπα πολλούς εξ αυτών να πηγαίνουν διά να υβρίσουν τους συνερχομένους διά τους αγώνας και να γεμίσουν από θόρυβον τον οπισθόδομον του ναού με τας υλακάς των, ώστε δεν είδα και εκείνον πώς απέθανε.

«Κι όταν μονάχο τον ιδής γνέψε του να σιμώση, και πες του πως τονε καλώ και φέρε τον στο σπίτι». Έτσ' είπαμε' κ' επήγε αυτή και μούφερε το Δέλφι, κ' εγώ μόλις τον ένοιωσα κ' εγώ μόλις τον είδα να διασκελίζη ανάλαφρα της πόρτας το κατώφλι,

Ευθύς που ετελείωσε ταύτα τα λόγια, βλέπω να πέση το κορμί του χωρίς αίσθησιν, και εις τον ίδιον καιρόν είδα την έλαφον που ανέζησε και εσηκώθη με πολλήν γληγορότητα και έρχεται προς με και με έγλυφε, κάνοντάς μου πολλές χαρές. Και αφού έφερε κάμποσους γύρους πίπτει κατά γης αύτη, και σηκώνεται ο Δερβύσης που ευρίσκονταν νεκρός.

Ναυτόπουλο έγινα, έπειτα ναύτης· είδα φουρτούνες, χιονιές, αγριοκαίρια· επήγα και με τα σφουγγαράδικα στη Μπαρμπαριά. Μα και ναυτόπουλο και ναύτης και σφουγγαράς δεν εξέχασα το στοιχειωμένο γιούσουρι και τον λόγο που έδωκα του πατέρα μου. Το εναντίον μαζί με το κορμί εμεγάλωνε και ο πόθος μέσα μου, σαν να τον είχα προγονική σπορά στο αίμα.

«'Στά Γιάννινα, 'ςτό Κουτσελιό » Κόντεψα να ντροπιάσω » Τα όπλα μου, 'ς το Κουτσελιό, »'Σ εκειό το ρημασμένο, » Είδα το μνήμα μου εκεί » Να χάσκη ανοιγμένο » Εκεί τη δόξα κόντεψα » Την τόση μου να χάσω

Μα τον Δία, είπεν ο Πυρρίας, εγώ ήκουσα και ένα γαύγισμα που ήλθε από το χάσμα, μου εφάνη δε ότι είδα και μίαν μικράν λάμψιν η οποία θα ήτο από την δάδα της θεάς. Εγώ εγέλασα διά την προσθήκην υπό του μάρτυρος του γαυγίσματος και της λάμψεως.

Τον καιρό αυτό μπόρεσα να παρακολουθήσω κάθε λεπτομέρεια κ' ένας λόγος ή ένα βλέμμα είχαν τη δύναμη να με κάμουν να τρέμω ίσια με το βάθος της ψυχής μου, γιατί γνώριζα τι σημασία είχαν. Την είδα να λιώνη εμπρός μου και μπρος στα παιδιά και να μιλή με κάτι αόρατο.