Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025


Τσιμουδιά το λοιπόν, τους κάνει ο Δημήτρης. Αφήστε μου τη δουλειά εμένα. Αμέτε σεις όξω και κάμετε τον ανήξερο. Πέστε το και των αλλονώνε να σωπαίνουν, το τι θα κάμω. Όποιος ανοίξη στόμα, την τρώει την μπαλλοτέ. Και ξεκινάει αμέσως κιόλας καταόξω, από το μέρος που έβλεπε προς την τούρκικη τη μεριά.

Ω! αλλοίμονον εις τον άνθρωπον, ο οποίος δεν έχει ούτε πυράν εις την εστίαν του, ούτε ελπίδα εις την καρδίαν του — 'Σαν είσαι 'νειρεμένη, τέτοια ώρα! Τούτο μόνον εψιθύρισεν η κόρη. Και αληθώς έμελλε πολλά να πάθη η θεια Μυγδαλίτσα. Κατ' αρχάς ανέβαινε καλώς με τον φανόν της αναμμένον· Στρέφουσα ενίοτε οπίσω, ως διά να πάρη τον ανασασμόν της, έβλεπε τα φώτα της πολίχνης και τον λιμένα εμπρός.

Πόσες αναμνήσεις δεν ξυπνούσε στην καρδιά του υπηρέτη αυτή η γωνιά της αυλής, θλιβερή με τα μούσκλια της, χαρούμενη με το σκούρο χρυσαφί από τις βιόλες και με το ανοιχτοπράσινο των γιασεμιών της! Σαν να έβλεπε ακόμη την ντόνα Λία, χλωμή και λεπτή σαν κυπαρίσσι, να προβάλλει στο μπαλκόνι με το βλέμμα καρφωμένο μακριά, να προσπαθεί να διακρίνει κι εκείνη τι υπήρχε πέρα, στον κόσμο.

Αυτός εμίλησε για την ευχαρίστηση που θα έπαιρναν τα μικρά και για τον καιρό που ενόμιζε πως βρισκότανε στον παράδεισο όταν άνοιγε η πόρτα απροσδόκητα και έβλεπε ένα δένδρο στολισμένο με κέρινα κουβαράκια, γλυκίσματα και μήλα: — Και σεις, είπε η Καρολίνα, ενώ έκρυβε τη στενοχώρια της σ' ένα αγαπητό μειδίαμα, και σεις επίσης θα έχετε τα δώρα σας αν είσαστε πολύ φρόνιμος· ένα κέρινο κουβαράκι και ακόμη κάτι άλλο. — Και τι εννοείτε με το «φρόνιμος;·» είπε· τι να κάνω; πώς μπορώ να είμαι, καλή μου Καρολίνα; Την Πέμπτη το βράδυ, απάντησε αυτή, η βραδειά των Χριστουγέννων· τότε έρχονται τα παιδιά με τον πατέρα μου και παίρνει ο καθένας το δώρο του· τότε ελάτε και σειςαλλά όχι προτήτερα. — Ο Βέρθερος έμεινε έκπληκτος. — Σας παρακαλώ, εξακολούθησε, δεν μπορεί να γείνη διαφορετικά· σας παρακαλώ χάριν της ησυχίας μου· αυτό δεν μπορεί να μείνη έτσι· όχι, δεν μπορεί! — Έστρεψα τα μάτια μου απ' αυτήν και επήγαινε στο δωμάτιο εδώθε κείθε και εμουρμούριζε μέσα από τα δόντια του: «δεν μπορεί να μείνη έτσι». Η Καρολίνα, που αισθάνθηκε την τρομερή κατάσταση που τον έβαλαν τα λόγια της, προσπάθησε με πολλές ερωτήσεις να δώση άλλο δρόμο στις σκέψεις του, αλλά του κάκου. — Όχι, Καρολίνα, ανεφώνησε, δεν θα σας ξαναϊδώ! — Γιατί λοιπόν Βέρθερε; αποκρίθηκε εκείνη· μπορείτε, πρέπει να μας ξαναϊδήτε μόνον κρατείστε τον εαυτόν σας.

Ούτω κατεστράφησαν οι Σκλαβηνοί. Αλλ' ο Χαγάνος κατεχόμενος υπό σφοδράς οργής δεν παρήτησε το σχέδιον της επιθέσεως. Την επιούσαν επετέθη πανστρατιά εναντίον της πόλεως. Ο στρατός του ώρμησε πολλάκις εναντίον των τειχών, αλλά πολλάκις απεκρούσθη, ο δε Χαγάνος ιστάμενος επί λόφου έβλεπε τας αποτυχίας του στρατού.

Εκεί επάνω, εις τον κρημνόν, έβλεπε της νεράιδες, ένα πλήθος λευκοφορεμένων γυναικών, που ήσαν πιασμέναι εις χορόν, κ' εχόρευαν «στον καλό τους καιρό», κ' ετραγωδούσαν. — Και τι τραγούδι, έλεγαν, μάνα; ηρώτησεν η μικρά Τσιτσώ, εννέα ετών παιδίσκη, την μητέρα της. — Έλεγαν, κορίτσι μου : «Ακούτε μας· μιλάτε μας· ημείς, καλές κυράδες . . .» — Ήθελα κ' εγώ να τώβλεπ' αυτό, μάνα, είπεν ο Φάλκος.

Εβροντούσε πέρα μακράν, και λαμπρά βροχή έπιπτε θορυβωδώς επάνω εις την γην, και η πλέον τερπνή ευωδία με όλο το μέστωμα θερμής ατμοσφαίρας ανέβαινεν έως εμάς. Η Καρολίνα εστέκετο στηριγμένη εις τον αγκώνα της· το βλέμμα της διεπέρα την χώραν, έβλεπε προς τον ουρανόν και προς εμέ, είδα τα μάτια της γεμάτα από δάκρυα, έβαλε το χέρι της επάνω στο δικό μου και είπε: Κλοπστόκ!

Κάτω από τα παράθυρά μας τα κύματα κυλούσαν απάνω στις πέτρες κι όσο μακριά έφτανε το μάτι, έβλεπε μόνο τις λευκές κορφές απάνω στη σκοτεινή επιφάνεια της θάλασσας και τα μικρά βραχόνησα, που γύρω τους σπάζανε τα κύματα. Σαν καταρράχτες από λευκό αφρό ορθωνόντανε ψηλά τα κύματα, σπρωγμένα από το βάρος ολάκερης της θάλασσας, που τα στρύμωχνε από τη δύση.

Η γριά, αυτό τουλάχιστον δεν σου το είπε. Τώρα όμως πρέπει να το σκεφτείς σοβαρά. Πρέπει να το βγάλεις από το μυαλό της θείας σου αυτό το σαράκι, καταλαβαίνεις; Καταλαβαίνεις;» «Τι μπορώ να κάνω εγώείπε τελικά το Τζατσίντο και σαν να τον ξανακυρίεψε η παλιά του θλίψη. Σκυφτός μες στη σκιά κοίταζε τη γη στα πόδια του και έβλεπε μια μαύρη άβυσσο. «Τι μπορείς να κάνεις; Το ξέρεις, σου το είπα.

Μα σαν επροχώρησε καμπόσο και είδε που δεν το εκούνησα, εγύρισε πίσω θυμωμένη, και: — Τι χάσκεις απ' αυτού, μωρέ πολλακαμένε; — εφώναξε. — Ε; φυλάγεις να το πω για να σαλέψης; Αν σε βαστά μην την ακολουθείς. Θα ήταν καλή να με φακιολίση με καμμιά βωλάκα. Αφήκα λοιπόν την δουλειά μου, κ' έπεσα καταπόδι της. Πού να την φθάσης! Βρε αγκάθια, βρε χανδάκια, βρε φράχταιςδεν έβλεπε τίποτε.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν