Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025


Η εκκλησία, της οποίας είνε εφεύρημα, εθέσπισε την ισχύν του και πέραν του τάφου, ώρισε την ενέργειάν του εντός του κάτω κόσμου ακόμη, υπό το βλέμμα του Θεού. Ο Δημήτρης, ημέραν με την ημέραν, έβλεπε καταφανέστερον την περιφρόνησιν των συγχωρικών του, την οργήν των· ήκουε τους πικρούς λόγους και τους χλευασμούς των κ' επικραίνετο.

Κάθε απόβραδο ο ντον Πρέντου, που κατείχε μεγάλες εκτάσεις γης προς τη θάλασσα, περνούσε επιστρέφοντας στο χωριό και όταν έβλεπε τον υπηρέτη, άπλωνε το δείκτη του χεριού του προς τη γη των εξαδέλφων του κι έπειτα τον έφερνε στο στήθος του σαν να ήθελε να πει ότι περίμενε την απαλλοτρίωση και την κατοχή από αυτόν του μικρού κτήματος, αλλά ο Έφις, συνηθισμένος σ’ εκείνη τη μιμητική, τον χαιρετούσε και με τη σειρά του έκανε νόημα με το χέρι και με το κεφάλι πώς «όχι, όχι».

Ο Φάλκος διά πρώτην φοράν εύρισκε την ευκαιρίαν αυτήν, να διανυκτερεύση εις το Έρημο Χωριό, χωρίς να είναι πολύς κόσμος, η παρουσία του οποίου θα ήτον ικανή να διώξη τα στοιχειά. Είχε μεγάλην περιέργειαν μεμιγμένην με μεγαλείτερον φόβον, να έβλεπε στοιχειά.

Άλλοτε δε διά των εν τη ψυχή φαντασμάτων ή νοημάτων ο νους ως να έβλεπε τα πράγματα διανοείται και αποφασίζει τα μέλλοντα, αναφορικώς προς τα παρόντα. Τα δε κατ' αφαίρεσιν λεγόμενα ο νους τα νοεί καθώς όταν νοή την σιμότητακαθό σιμότητα δεν την νοεί χωριστά από την ρίνα, καθό όμως κοιλότητα, εάν την νοή ενεργεία, την νοεί άνευ της σαρκός, εις την οποίαν είναι η κοιλότης.

Μα τα λόγια της Ελπίδας τον έντυσαν με την υπομονή και την αυτοπεποίθηση. Μάλιστα ντράπηκε που ντράπηκε. «Κάλλιο γυμνός παρά με ξένα ρούχα κι' ας είν' και του πατέρα μου» σκέφτηκε. Γυμνός ως που να υφάνη με τα χέρια του καινούριο παννί. Έβλεπε ξάστερα πως για να το υφάνη αυτό το παννί έπρεπε να καθίση σε άλλον αργαλειό κι όχι σε κείνον που καθόταν ο αδερφός του. Εκείνος ήταν παλιός.

Έκαμε μίαν κίνησιν να σύρη προς τα κάτω την μανδήλαν της, αλλ' ένεκα του κουβά δεν επρόφθασε· και ο Νικολάκης κοντοσταθείς είδεν όλον τα ροδοκόκκινον πρόσωπόν της και εκοκκίνισε περισσότερον αυτός. Εσταμάτησεν εκεί. Η Κυρατσούλα παρήλθεν ως ακτινοβόλον μετέωρον και αυτός έβλεπε τας τελευταίας του αναλαμπάς πλέον. Έκαμε κίνησιν ως να εσπόγγισε με το χέρι του το ευρύ μέτωπόν του.

Απερίγραπτος ήτο η λύπη της Αϊμάς, ότε έβλεπε τα άνθη της και τα ευώδη της φυτά, δι' α είχε τόσον πολύ κοπιάσει, θραυόμενα ούτοι και καταστρεφόμενα. Επειδή δεν ήθελε να βλάψη τους μικρούς βοσκούς, ων ο μεγαλείτερος μόλις ήτο δεκαετής, δεν έκαμε κανέν παράπονον εις τον Μάχτον. Αλλ' εφαντάσθη άλλον τρόπον, δι' ου ήλπιζε να αφοπλίση τους δύο μικρούς βανδάλους.

Πριν να φτάση ο προύχοντας με τον ξένο στο σπίτι του, πέρασαν μπροστά από το σπίτι της νυφοκόρης της Κώσταινας. Αυτή, εκείνη τη στιγμή, στέκονταν στην πορειά της, κι' επειδή αιστάνονταν λιθοπάτημα, κάθε φορά που έβλεπε άνθρωπο με φορέματα ξενιτεμένα, είπε στον προύχοντα ντροπαλά-ντροπαλά, πριν εκείνος της δώση την «καλημέρα».

Ο Τζατσίντο άκουγε προβάλλοντας ψηλός και μελαψός στον πορφυρό ουρανό∙ ο ώμος του έτρεμε και ο Έφις, από κάτω, θαρρούσε πως έβλεπε να τρέμει όλος ο ορίζοντας. Ξαφνικά όμως ο Τζατσίντο έφυγε χωρίς να πει τίποτα και ο Έφις είδε μπροστά του το χώρο ελεύθερο, την κοιλάδα τριανταφυλλί αυλακωμένη από σκιές, ψηλά, ψηλά, μέχρι τους λόφους του Νούορο που διαγράφονταν μαύροι μέσα στο ηλιοβασίλεμα.

Μάλιστα, δεν είναι ανάγκη να κουνάς το κεφάλι σου έτσι ιδιότροπα. Είναι πολύ σωστή η παρατήρηση. Στις καλύτερες ημέρες της Τέχνης δεν ήταν τεχνοκρίτες. Ο γλύπτης εσκάλιζε στον όγκο του μαρμάρου τον μεγάλο με τα κάτασπρα μέλη Ερμή, που εκοιμόταν εκεί μέσα. Οι προπλάστες κ' οι χρυσωτές εικόνων έδιναν τόνο και υφή στο άγαλμα, κι ο κόσμος, όταν το έβλεπε, το ελάτρευε κ' εβουβαίνονταν.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν