Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025


Άλλως όμως είχε μεγίστην πολιτικήν σημασίαν εν τω τόπω. Είνε αληθές ότι δεν είχεν εις τι να μεταχειρισθή αυτήν. Έβλεπε το μοιραίον τέλος επικείμενον και προσεγγίζον οσημέραι, ουδεμίαν δε είχε δύναμιν όπως αποτρέψη αυτό. Ο Πλήθων εμόναζεν από μακρού χρόνου εν τω άντρω αυτού και δεν είχε σκοπόν να εξέλθη εκ της προσφιλούς αυτώ ησυχίας.

Χωρίς να χάση στιγμήν, βγάζει νερό και ποτίζει το αρνάκι. Τρέχει έπειτα και μαζεύει μίαν αγκαλιά τριφύλλια και τρυφερά βλαστάρια. Αλλ' ενώ έβλεπε με χαράν το αρνί να τρώγη, ακούει να της κτυπούν μέσα από την καλύβα. Μία γρηά με ζαρωμένο πρόσωπον εφάνη εις το παράθυρον. — Αι! κοριτσάκι, της φωνάζει, αφού εσυλλογίσθης να ποτίσης το αρνί μου, συλλογίσου κ' εμένα και γέμισέ μου την στάμνα μου.

Πόσαι αναμνήσεις δεν ανέβαιναν εις το κεφάλι του! Την έβλεπε σαν να εστέκετο εμπρός του πραγματική, με το σώμα της, μειδιώσα, καλόκαρδον παιδίον. Κάθε προσφιλής τρυφερά λέξις, που του είχε πη εκ της πλησμονής της καρδίας της, εισέδυσεν ως ηλιακή φωτοβολία μέσα εις το στήθος του και αμέσως το παν έγινεν εκεί μέσα φως ηλιακόν με την σκέψιν της Μπαμπέττας.

Από μια κόγχη, που σχημάτιζαν οι πέτρες και όπου είχε καταφύγει ο Έφις με τους συντρόφους του, έβλεπε να περνούν οι φιγούρες μέσα από την ομίχλη σαν να ήταν επάνω στα σύννεφα και η ιστορία του Κατακλυσμού, που ο νεαρός τυφλός εξιστορούσε, του φαινόταν πως ήταν η δική τους ιστορία. Να, μερικοί πατριάρχες είχαν σωθεί και κατέφευγαν στο Βουνό.

Και ενθυμούμαι μίαν κωμικωτάτην σκηνήν, καθ' ην, γνωστήν προξενήτριαν, τολμήσασαν να του ειπή ότι δεν επείραζε δα αν υπανδρεύετο προ της αδελφής, ο Αντωνέλλος την εκυνήγησε με το ραβδί, στ' αστεία, εννοείται, διότι δεν ήτο ικανός να κτυπήση· εκείνη δε, από φόβον, όταν τον έβλεπε έπαιρνε άλλον δρόμον.

Σας είχα πει σωστά, αγαπητέ μου κύριε, φώναξε θλιβερά ο Κακαμπός, πως αυτά τα δυο κορίτσια θα μας σκαρώνανε άσκημη ιστορία! Ο Αγαθούλης βλέποντας το καζάνι και τις σούβλες, φώναξε: — Ασφαλώς θα μας ψήσουν ή θα μας βράσουν! Α! τι θάλεγε ο διδάσκαλος Παγγλώσης, αν έβλεπε, πως είναι κανωμένη η καθαρή ανθρώπινη φύση.

Συλλογιζότανε το βασιλόπουλο, που η προσταγή του πατέρα της το είχε στείλει μακρυά, να το φάνε τάγρια θηρία. Τα δάκρυά της, που πέφτανε ζεματιστά απάνω στα μάγουλά της και στα στήθη της, μαράνανε σιγάσιγά τα τριαντάφυλλα και τα κρίνα του κορμιού της. Κ' η βασιλοπούλα, σαν έβλεπε τα κάλλη της τα μαραμένα, έκλαιε διπλά δάκρυα για το βασιλόπουλο και για τον εαυτό της.

Ότι δε ούτε τυφλός ήτο, το οποίον επίσης λέγεται περί αυτού, ήτο περιττόν και να το ερωτήσω, διότι έβλεπε. Και άλλοτε πολλάκις μετέβαινα και τον έβρισκα οσάκις τον έβλεπα ευκαιρούντα• αυτός δε πάντοτε μου απεκρίνετο με προθυμίαν, μάλιστα μετά την δίκην εις την οποίαν ενίκησε.

Ήτο τότε πολύ μικρός· επειδή δε κάθε φορά εζήτει να τον σηκώνουν για να παίζη την καμπάνα, τον εφοβέρισαν· του είπαν ότι μέσα στην καμπάνα ήτο μια γρηά που την εφοβείτο, κιαυτός το πίστεψε. Ο κόσμος εκείνος των πόθων του έγεινε ωραίον όνειρον, το οποίον έβλεπε ξυπνητός μέσα εις την αποθέωσιν μιας δύσεως, εις την γαλήνην της οποίας έσβυνεν η απήχησις της καμπάνας.

Η μεταξύ του συζύγου και της καπνοσύριγγός του σιωπηλή σκηνή, ήτο ωσάν μία αποκάλυψις δι' αυτήν, αποκάλυψις θεία· ωσάν την στιγμήν εκείνην να επότισαν την διψασμένην, την ξηράν καρδίαν της με νάμα δροσοβόλον, ουρανόσταλτον . . . Έβλεπεν, έβλεπε και μόλις ετόλμα ν' αναπνεύση. Ήθελε τώρα να ορμήση, ήθελε να φωνάξη, αλλ' έσχε την δύναμιν να κρατηθή.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν