Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025
Έβλεπε τάχα το κύμα που άπλωνε ήμερο εμπρός ή τον ίσκιο του πλοίου που με τη σκάφη ψηλή πρύμη — πλώρη, τ' αγέρωχα κατάρτια, την καμαρωτή κοντραγέφυρα και τον ψηλό καπνοδόχο και το μπαστούνι φοβερό, εγλυστρούσε σαν πολεμικός κριός απάνω στα νερά; Ποιος το ξεύρει!
Ανιστορούσε τα πάθια του Σεβήρου, τη φεβγάλα του Γαλερίου, έβλεπε και τους στρατηγούς του σα μουδιασμένους — όλα σαν ανάποδα του φαινόντανε. Μέρα νύχτα ταραγμένος κι ανήσυχος. Πώς να τον καταπονέση τέτοιον αντίπαλο. Τότες πρωτοφάνηκε η μητέρα του. Παρουσιάζεται η Ελένη, και την ετοιμόφλεχτη φαντασία του γιου της την κορώνει με ιδέα θεότολμη.
Ο ναύκληρος τα έβλεπε, κ' εστενοχωριόταν που δεν είχε κανένα για να μιλήση. Άρχισε να βλαστημάη τους διαβόλους που δεν τον άφησαν στην Κόλαση να γλωσσοκοπανάη νυχτόημερα, παρά τον έστειλαν, εδώ που δεν τον εχαιρετούσε κανείς. Τέλος δεν εκρατήθηκε. Πλησιάζει ένα γηραλέον άγιο και του λέγει με σέβας: — Δε μου λες, πάτερ Αγιαντώνη, ποιος είν' εκείνος που κάθεται κοντά στο Χριστό;
Ο Μιστόκλης, στηρίζων την καθαράν από της αργίας βούρτζαν του επί του τοίχου, και καθήμενος είτα επί του κενού τενεκέ των χρωμάτων έβλεπε την βασανιζομένην γυναίκα του.
Κ' ενώ η Κρατήρα θλιβερώς έβλεπε την χιόνα ελθούσα εις το παράθυρον συμμαζευμένη εις την φανέλλαν της την καθαράν, ο μπάρμπα-Σταύρος προσεπάθει να ενδυθή τα τραχέα της εργασίας του ενδύματα, συνεχώς επαναλαμβάνων μετά φαιδρότητος. — Άιντε τώρα 'ς τον φούρνο, Κρατήρα! — Δεν είνε τίποτα, παρετήρησεν η Κρατήρα, τώρα σε 'λίγο θα λυώση. — Ναι, καρτέρ' να λυώση! απήντησεν ο μπάρμπα-Σταύρος.
Το σχέδιο του αββά ήτανε να εκμεταλλευτή, όσο μπορούσε, τα πλεονεκτήματα, που τούδινε η γνωριμία του Αγαθούλη. Του μίλησε πολύ για την Κυνεγόνδη· κι' ο Αγαθούλης του είπε, πως θα ζητούσε συγγνώμη από την ωραία του για την απιστία, που της έκανε, όταν θα την έβλεπε στη Βενετία.
Κουρασμένος, έβλεπε σαν ξένα τα δέντρα και την αυλή και το σωρό των παιδιών, που στεκόντανε στον ήλιο· κι όλη την ώρα το βλέμμα του είτανε τόσο παράξενο, σα να συλλογιζότανε γιατί όλα αυτά δεν είταν τόσο ωραία, όπως άλλοτε.
Αχ, δε θα την ευλογούσαν αυτήν, παρά θα την κύτταζαν άγρια σαν τον Παππά-Βουλέτη!. . . Μα δεν έβλεπε τίποτα, παρά τους τοίχους άσπρους σεντόνι. . . Μία στιγμή μονάχα της φάνηκε πως είδε μια μαυροφόρα με το χρυσό το στέφανο πίσω απ’ το κεφάλι σε μιαν άκρη του θόλου, πάνω από’να φεγγίτη, που την κύτταζε αυστηρά και το πρόσωπό της ήτον κάτασπρο κι ασάλευτο σαν της νεκρής της Βεργινίας. . και την έκοψε κρύος ίδρωτας. . κ' έρριξε πάλι τα μάτια της στο βάθος του ιερού, μέσ' απ’ την ανοιχτή Πύλη τον τέμπλου κ' είδε την Παναγία που την κύτταζε -αυτή και ο μικρός Χριστός-με απερίγραπτη λύπη. . . Μια ματιά ήτον πάλι κι αυτή του φεγγαριού πίσω απ’ τα σύννεφα τουρανού της ψυχής της. . . Βγήκαν απ’ την εκκλησία, άντρας και γυναίκα πια ο Νίκος κ' η Λιόλια, και κατέβηκαν το βουνάκι και μπήκαν όλη η συντροφιά μαζί σ'ένα ξενοδοχείο της οδού Πατησίων κ’ έφαγαν ο καθένας ό,τι ήθελε, μ’ έξοδα του κουμπάρου του Περικλή. . . Έπειτα χωρίσανε στην Ομόνοια απ’ τη θεια Ελέγκω, που ήταν όλο ευκές και δάκρυα, και συντροφεμένοι από τους δύο νέους, το καινούργιο αντρόγυνο, γυρίσανε μέσα στην κάψα του απομεσήμερου, ντάλλα καλοκαίρι, στη Γαργαρέτα, στο σπίτι τους, στην κάμαρη της Βεργινίας τη φρικτή- . . Και ξανάκλεισαν πάλι τα σύννεφα μπρος απ’ το φεγγάρι της ψυχής- Στους εφτά της μήνες, εκεί πούπλενε η Λιόλια πεσμένη απάνω στη σκάφη, την έπιασαν άξαφνα οι πόνοι.
Θα έλεγες πως με τα μάτια εκείνα μιλεί, η ψυχή της, και όμως, σαν να μην είχε μνημονικό η ψυχή αυτή και ό,τι έβλεπε, σαν να μην ετυπώνετο μέσα της, παρά εξαλείφετο σαν το σημάδι επάνω στο νερό. Ήταν στ' αλήθεια τέτοια, ή τα φερσήματα της ήταν προσποιημένα, γιατί δεν έβρισκε το ταίρι της; Κανείς δεν ήξευρε να πη.
Έβλεπε πάλι τον εαυτό της επάνω στο χοντροκαμωμένο μπαλκόνι του παπά, εκεί κάτω στην εκκλησία του Ριμέντιο. Στην αυλή θέριευε η φλόγα και το πανηγύρι οργίαζε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν