Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025


ηδονή ως το αγαθόν κατά Εύδοξον&. ― Λοιπόν ο μεν Εύδοξος ενόμιζε ότι η ηδονή είναι το κυρίως αγαθόν, διότι έβλεπε ότι τα πάντα επιθυμούν αυτήν και τα λογικά και τα άλογα, έλεγε δε ότι εις όλα το προτιμώμενον είναι το ορθόν και το κυρίως ωφέλιμον.

Κ' ενώ έβλεπε το όπλον, το όπλον που τόσον ηγάπησε, κατακείμενον ήδη χαμαί, με τα παφήλια μακράν χάσκοντα, τα κοσμήματα σκορπισμένα πέριξ, το καρυόφυλλον πεπιεσμένον ασπλάγχνως, τον δικέφαλον αετόν εις μίαν γωνίαν αδρανή ωσεί κεραυνόπληκτον, δάκρυα ανεβλυσαν των οφθαλών του κ' εκυλίσθησαν καυστικά επί των ψυχρών παρειών του.

Ήρχισε λοιπόν να επαινή το ύφασμα, το οποίον δεν έβλεπε, και να θαυμάζη τα λαμπρά χρώματα και το ωραίον του σχέδιον. — Είναι περίφημον πράγμα! είπεν εις τον βασιλέα. Όλοι οι πολίται ήκουσαν και ωμιλούσαν διά το μεγαλοπρεπέστατον ύφασμα. Και ο βασιλεύς ηθέλησε να το ιδή, ενώ ακόμη το ύφαιναν.

Αυτή ήτο η σκέψις της Ανθούλας, καθώς ο ύπνος έκλειε τα βλέφαρά της. Η σελήνη από τα βουνά αντικρύ έρριπτε την λάμψιν της εις το ωραίον προσωπάκι της. Ήτο ολόξανθος κόρη η Ανθούλα. Εάν την έβλεπε κανείς από τους ποιητάς μας τώρα, καθώς εκοιμάτο, θα έλεγε. «Εύμορφη, πεντάμορφη Σαν εικόνα μοιάζει.» — Θα σας ειπώ τι όνειρον είδεν εκείνην την νύκτα.

Μα έβγαινε από κείνο το σακκί κάποια ψυχή άπλαστη κι αράθυμη. Όσο τον πρόσεχε ο Χαγάνος τόσο ανησυχούσε. Ο Θεομίσητος ήταν απαράλλαχτος με το χωριάτη που είδε στ' όνειρό του. Μα τι περίεργο! Ανησυχούσε όχι όμως και πολύ· του φαινόταν πως έβλεπε συγγενή του. Ήταν έτοιμος να του σφίξη το χέρι, να τον αγκαλιάση σαν αδερφό. Θυμήθηκε όμως την πράξη του και τον κυρίεψε ο θυμός.

Εν τούτοις το ρεύμα εγίνετο πλέον ορμητικόν· ο στρατιώτης έβλεπεν εμπρός του το φως της ημέρας εις την άκραν της υπονόμου, και ήκουε μίαν μεγάλην ταραχήν, η οποία δεν του ήρχετο διόλου. Εκεί όπου έβλεπε το φως, το νερόν της υπονόμου έπιπτε από υψηλά μέσα εις ένα ποταμόν.

Ο Φέγγων δεν έπαυε να ανησυχή διά την ζωήν του ενόσω έβλεπε πλησίον του τον τρελλόν Αμβλέτον, και θα τον εφόνευε, αλλά εφοβείτο τον Ροδερίκον βασιλέα της Δανιμαρκίας και δεν ήθελε να δυσαρεστήση την μητέρα του Αμβλέτου· όθεν εσκέφθη να διοργανίση άλλως την καταστροφήν του· στέλλει τον Αμβλέτον εις την Αγγλίαν συνωδευμένον με δύο υπουργούς, εις τους οποίους δίδει γράμματα χαραγμένα εις ξυλίνας πινακίδας, οπού περιείχετο παραγγελία προς τον βασιλέα της Αγγλίας να θανατώση τον Αμβλέτον.

Τον κόσμο τον έβλεπε και τον έκρινε κάποτες πολύ στοϊκά, καθώς όταν ακούσαντας πως οι Ρωμαίοι πετροβολούσαν τον αδριάντα του, πασπάτευε το κεφάλι του κ' έλεγε πως δεν έπαθε τίποτα. Δεν αψηφούσε όμως πάλι και τον έπαινο, κι αυτό μας τόδειξε όταν έβαλε και του απάγγελναν επιτάφιους λόγους. Άλλο του ένα, που ποτές δεν τάχανε, παρά την είχε πάντα έτοιμη την απάντηση κι αποστόμωνε τον αντίπαλο του.

Αυτός έβλεπε και έβλεπε, και ο στόμαχός του εστέναζε και ωλόλυζε διαμαρτυρόμενος. Ας φ ύ γ ω μ ε ν! του έλεγεν εμπιστευτικώς. Αλλά πού να φύγη ο πεινών εκείνος ιέραξ! Και έμενεν ατενίζων επί το απρόσιτον θύμα του, και μάτην βασκαίνων αυτό διά των απορροφητικών του βλεμμάτων.

Κι' έτσι έβλεπε το κόψιμο του ψωμιού και δεν έλεγε τίποτε. Αλλ' ο άρχοντας βλέποντας τον έτσι απερίεργο, τον ρώτησε: — Δεν βλέπεις τίποτε παράξενο εδώ μέσα; — Όχι! Του απάντησε ο Ξενιτεμένος. Πάλι τον ερώτησε το ίδιο ο άρχοντας και πάλι αυτός του απάντησε το ίδιο. Τον ρώτησε και τρίτη και τετάρτη φορά και την ίδια την απάντηση λάβαινε.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν