Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025


. . Και δεν είδε πια τίποτ'άλλο η Λιόλια γύρω της, ούτε τις μυρσίνες πούτανε στολισμένα τα κάδρα του Βασιλέα και της Βασίλισσας, του Διαδόχου και της Σοφίας, ούτε τις μικρές σημαίες που κρέμονταν απ’ το ταβάνι σε σκοινιά τεντωμένα, ούτε τα ζευγάρια, μασκαρεμένοι και αμασκάρευτοι μαζί, που χόρευαν την πόλκα, άλλοι στρωτή γερμανικά, άλλοι πηδηχτή γαλλικά, κι όλοι με τόσο πάθος και χτυπώντας απ' την πολυκοσμία τις πλάτες ο ένας απάνω στον άλλονα σαν ξαπολυμένες βάρκες σ' ανεμόδαρτο λιμάνι. . . Μόνο τα μάτια του Νίκου είδε που της έφεγγαν ως μέσα στο στήθος, σάμπως του χορού ο σκοπός κ’ η γλύκα να τους είχανε ρίξει μέσα σπίθες κρυφόχαρες κι αυτές να γινήκανε φλόγες ξεπεταχτές κι αγκαλιάστρες και φέγγος απαλό είδε το φέγγος των ματιών που την αγκάλιαζε κ' είδε και τα δυο τα χέρια να σιγοτρέμουν ανάερα για να την αρπάξουν. . και τους συνεπήρε το ρέμα το φρενιασμένο και ψυχοπλάνο του σκοπού του χορευτή -όπως ένας άνεμος ζεστός, περνώντας απ' το λιβάδι, ξεσέρνει τις γλυκειές τις πεταλούδες. . . Πώς χόρευ' η Λιόλια με το Νίκο !. . . . . Σαν κάνανε εκείνα τα λίγα βήματα «φεν-ντε-σιεκλ» στις στροφές, εκεί που γώνιαζε η σάλα, έπεφταν κ’ οι δυο μπροστά μ' όλο τους το κορμί, με τα κεφάλια κάτω, σα να θέλανε να γκρεμιστούνε χεροπιασμένοι σε μιαν άβυσσο ευτυχίας, σε μια θάλασσα, κάτω βαθιά, με κύματα γλαυκά και σαν αξύπνητα που μόνο το τραγούδι τους έφθανε ως απάνω. . . Πατ !-πατ !! πατ!!! χτυπούσε το πόδι του στα τρία βήματα τόνα πιο χτυπητό από άλλο, ο Νίκος, σαν το νέο το άλογο, από υπερδύναμη ζωή κι αβάσταχτη χαρά. . . κ’ έπειτα έκανε μια γλήγορη στροφή και γύριζε κατά πρόσωπο της Λιόλιας να τη δεχτή στο στήθος του.. . Κι αυτή έπεφτε απάνω του με μια κίνηση σα λυμένη, όλο πάθος και παράδοση, χυνότανε, μ' ένα σκέρτσο αλλοιώτικο, απ' το πλάι μ’ όλο το κορμί της και το στήθος μπροστά, το απαλό και ζεστό, που έπαλλε απάνω στο δικό του, μέσα στα χέρια του . . . Δε φορούσε σήμερα το στενό της το πολκάκι, η Λιόλια, με τη σειρά κουμπάκια: είχε βάλει τη φουστίτσα της τη σταχτιά από αλπαγά, κοντή-κοντή, μ' ένα ποκαμισάκι κρεμ μαλακόχυτο όλο σούρες, που της άφηνε το στήθος ελεύθερο, και στη μέση μια ζώνη μουσαμαδένια κι αυτή σταχτιά· και πίσω στα μαλλιά της είχ’ ένα φιόγκο από κορδέλλλα μεταξωτή σκούρη πορτοκαλλιά, πούκανε σα μιαν απόχρωση των μαλλιών της των καστανών που χρύσιζαν . . . Χρύσιζαν τα μαλλιά της μες τα φώτα σα μάλαμα παλιό ζεστόχρωμο και τα σγουρά τους ταναφυσούσε ο απαλόθερμος αέρας όπως η αύρα αναφυσάει τα ψιλόχορτα του κάμπου. . . Τα μάτια της έλαμπαν ! Ήτονε ροδοκόκκινη κ' ιδρωμένη σα νάτρεχε στους ήλιους κ' έτσι έμοιαζε ρόδο που ό,τι έχει ανοίξει μ' όλα του τα φύλλα ένα μεσημέρι του Απρίλη.

Είμαστε όλοι κρεμασμένοι στην κουπαστή με χείλη διψασμένα, τα χέρια τεντωμένα οργυιές, παραδομένο το κορμί στην άβυσσο. Το μάτι μας γαρίδα! Έβλεπες μέσα στο θαμπό νερό τα κορμιά τους κίτρινα σαν ελεφαντοκόκκαλο ν' αργοκινούνται και σ' έπιανε ανατριχίλα και πείσμα. Πείσμα και ζήλεια. Μας άπλωναν τα χέρια· τους εδίναμε την ψυχή.

Μα σιγάσιγά οι φωτεινές αχτίνες άρχισαν να ωχραίνουν, να συγχίζονται και τέλος να σβύνουν μια με την άλλη, λέγεις κ' έπαιρνε τα κάλλη μαζί της η Γοργόνα στην άβυσσο. Τόρα ούτε Στέμμα ούτε τόξο εφαινόταν πουθενά. Μόνον κάπου κάπου σκόρπια σύγνεφα έμεναν σταχτιά και κάτωχρα στον ουρανό· και μέσα στην ψυχή μου έτσι ωχρή και συγχισμένη έμεινεν η λαμπρή πορφύρα της πατρίδας μου.

Και όταν τότε ξαναφάνηκε το φεγγάρι και στεκότανε πάνω από το μαύρο σύννεφο και κυλούσε μπρος μου το κύμα με μια φοβερή λαμπρή αντανάκλαση και αντηχούσε· τότε με κατέλαβε φρίκη και πάλι πόθος! Αχ! με ανοικτά τα χέρια στεκόμουνα μπρος στην άβυσσο και η πνοή μου ερχότανε κάτω, κάτω! Τι ηδονή! εκεί κάτω τα βάσανά μου, τα πάθη μου να τα γκρεμίσω! εκεί κάτω να κυλιέμαι με βογγητό σαν τα κύμματα!

Και θέλησες να σκοτωθής, στην άβυσσο να πέσης Και τέτοια νειάτα αγγελικά στο Χάρο να προσφέρης; Πε μου τον μαύρον πόνο σου, που τρώει τα σωτικά σου, Για να σου δώσω γιατρικό, βοτάνι να σου δώσω, Να γιατρευτή η καρδούλα σου, να πάψουν οι καημοί σου.

Η γριά, αυτό τουλάχιστον δεν σου το είπε. Τώρα όμως πρέπει να το σκεφτείς σοβαρά. Πρέπει να το βγάλεις από το μυαλό της θείας σου αυτό το σαράκι, καταλαβαίνεις; Καταλαβαίνεις;» «Τι μπορώ να κάνω εγώείπε τελικά το Τζατσίντο και σαν να τον ξανακυρίεψε η παλιά του θλίψη. Σκυφτός μες στη σκιά κοίταζε τη γη στα πόδια του και έβλεπε μια μαύρη άβυσσο. «Τι μπορείς να κάνεις; Το ξέρεις, σου το είπα.

Ένα παραπέτασμα τραβήχτηκε απ' εμπρός από την ψυχή μου και το θέατρο της άπειρης ζωής μεταμορφώνεται εμπρός μου σε μιαν άβυσσο του τάφου του αιωνίως ανοικτού.

Τούτες η χρυσές Ελλάδες, που φεύγουν σήμερα γύρω απ' το τραίνο, θάρχωνται στης νύχτες της ξενητειάς σου... Τούτα τα λουλούδια των χωραφιών θα φυτρώνουν στους γκρεμούς της απελπισίας σου, στην άβυσσο της ανίας σουγια να τα τρυγάς κάτω από βροχή κι' ομίχλη... Γνωρίζεις, ψυχή μου, αυτόν τον ήχο ; Η καμπάνα σε ρωτάει για πού ξεκίνησες. Η καμπάνα σε ρωτάει πώς λησμόνησες τον Κύριον Ημών...

Αν ο παληός ποιητής ξαναζούσε σήμερα, και ρωτούσε για το έργο του, θα έμενε έκθαμβος βλέποντας με πόση ευλάβεια, ευφυία, κόπο και επιτυχία, το ανέσυραν από την άβυσσο από την οποίαν μόλις ένα λείψανο επέπλεε, και το έφεραν στην επιφάνεια, πληρέστερο αναμφιβόλως, λαμπρότερο, ελαφρότερο από ότι το είχε κάμει παλαιά. Το βιβλίο του κ.

Την αγαπώ με την ψυχή και την καρδιά μου όλην, Όπως κανείς δεν αγαπά στον κόσμο τον απάνω, Κι’ όμως αυτή δεν μ’ αγαπά, δεν θέλει να με πάρη.... Μου γύρισε την προξενιά, την τίμια μου αρραβώνα, Που χίλιες μου την γύρεψαν και χίλιες τη γυρεύουν, Κι’ από τον πόνο τον πολύ κι’ από την εντροπή μου Ήρθα στην άκρη του γκρεμού κι’ από ψηλά να πέσω Στη σκοτεινή την άβυσσο, στη αγκαλιά του Χάρου.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν