Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025


Αναβιβάσασα επί οναρίου τον καπετάν-Θοδωρή, πληρώσαντα καλώς έν ωραίον τρομπόνιον, το μόνον λείψανον του απολεσθέντος βρικίου του, εξήρχετο μετά της μεγαλειτέρας των θυγατέρων της και συνέλεγε φύλλα εις τα πλησιέστερα κτήματα, δίδουσα αυτά εις το καματερό της μετά φειδούς. Εις το μέγα κτήμα όμως, εις την Κεχρεάν, δεν ετόλμησε να μεταβή.

Τότε απελπισθείσαι αι πτωχαί γυναίκες, φαίνεται ότι εγκατέλιπον εις το εξής επί πολλά έτη τους ματαίους μόχθους και έβλεπες ξηρά κούτσουρα τας συκαμινέας, εγκαταλειφθείσας εις την διάκρισιν άλλων σκωλήκων πλέον, μεταξωτών και αυτών, των σκληρών παιδίων του χωρίου, τα οποία αναβαίνοντα εις τα ωραία δένδρα, επλήρουν την κοιλίαν και τον κόλπον των από τα σακχαρωτά συκάμινα κ' έθραυον είτα τα ευλύγιστα κλωνάρια απομαδώντα τα τρυφερά φύλλα των εις διατροφήν των λαιμάργων αιγών και αμνάδων.

Ήλθεν η ποθητή ώρα· στολίζουσι Την κεφαλήν σεβάσμιον της Ελλάδος Η δάφναι, φύλλα αμάραντα θριάμβων· Και σεις χρυσά, σεις αμβροσίοδμα ρόδα Του παραδείσου ελικωνίου, συμπλέξατε Σήμερον τον αγνόν στέφανον· μόνη, Αμάργαρος, ολόγυμνος, αυτάγγελτος, Το καθαρόν του ουρανού αναβαίνει Η Αρετή· αλλ' αν η Πιερίδες Την λαμπράν της χαρίσωσιν ακτίνα Αφθόνητος τιμάται· επαινουμένη Τους επιγείους χορούς τότε δεν φεύγει.

Τα είδες εσύ ποτέ σου αυτά, παπά-Νικόλα μου; Εγώ τα είδα. Μάλιστα. Εκεί είνε λοιπόν και ο Αράπης θαμμένος, και του ανάπτουν και καντήλι οι Τούρκοι και τον έχουν τον τάφον του με κάγκελλα συγυρισμένον και ένα εύμορφον κλήμα τον σκεπάζει με τα πλατειά τα φύλλα του.

Αλλά πρώτα πρέπει να σ' ευχαριστήσω ότι μ' έπνιξες, διότι τώρα δα μ' έκαμες αληθινά πλούσιον. Πώς ετρόμαξα όταν έπιπτα, και εσφύριξεν ο αέρας εις τ' αυτιά μου! Αλλά άμα έπεσα εις το νερόν, ο σάκκος ήνοιξε, και μία ωραία κόρη με κάτασπρα φορέματα και με πράσινα φύλλα επάνω εις τα βρεγμένα της μαλλιά, με επήρεν από το χέρι και μου λέγει: «Καλώς ήλθες, μικρέ Κλώσε. Χάρισμά σου αυτά τα ολίγα πρόβατα.

Η μανδήλα της, καινουργής της Πόλεως, εκάλυπτεν όλην την πλουσίαν μακράν κόμην της, και οι οφθαλμοί της οι μεγάλοι και μαύροι εμπρός εκεί εις τον πυρίκαυστον φούρνον υγροί εφαίνοντο, ως να παρεκάλουν τον θεόν να γείνη ίλεως πλέον και να παύσουν τα δεινά της και ν' ανοίξουν πάλιν τα μαρανθέντα της καρδίας της φύλλα, άτινα εψήθησαν ως εις τον φούρνον τόσον σκληρώς.

Σκόρπαε τα ξηρά φύλλα τους και του βουνού τα στεγνά τσάχαλα, τα παράδερνε εδώ κ' εκεί 'ςτο χάος του αθέρα και τ άρριχνεν ύστερα ολόβολα μίλια μακριά από τη γη που τα σήκωσε κι από τα κλαράκια που τα 'κοψε. Σαν επέρασε μια στιγμή τ' ανεμόχολο, έλαμψε λίγο ο ήλιος 'ςτα λόγγα του Σκλούπου πέρα, και κατόπι δεν τον ξανάειδαμε ως την άλλη αυγή.

Και έμεινεν επί τινας στιγμάς σιγών, ακίνητος, βλέπων προς τον υπό τους πόδας του καταφερόμενον καταρράκτην. Ο Βράγγης συνέχων την αναπνοήν του, ήκουεν, έβλεπεν, ηπόρει, εσίγα. Ο άγνωστος έστρεψεν αίφνης προς τα οπίσω την κεφαλήν. Είχεν ακούσει ελαφρόν τινα κρότον, ον απετέλεσαν βεβαίως τα φύλλα υπό του ανέμου σειόμενα. Ηκροάσθη επί πολύ. Είτα επανέλαβε τον μονόλογόν του.

. . Και δεν είδε πια τίποτ'άλλο η Λιόλια γύρω της, ούτε τις μυρσίνες πούτανε στολισμένα τα κάδρα του Βασιλέα και της Βασίλισσας, του Διαδόχου και της Σοφίας, ούτε τις μικρές σημαίες που κρέμονταν απ’ το ταβάνι σε σκοινιά τεντωμένα, ούτε τα ζευγάρια, μασκαρεμένοι και αμασκάρευτοι μαζί, που χόρευαν την πόλκα, άλλοι στρωτή γερμανικά, άλλοι πηδηχτή γαλλικά, κι όλοι με τόσο πάθος και χτυπώντας απ' την πολυκοσμία τις πλάτες ο ένας απάνω στον άλλονα σαν ξαπολυμένες βάρκες σ' ανεμόδαρτο λιμάνι. . . Μόνο τα μάτια του Νίκου είδε που της έφεγγαν ως μέσα στο στήθος, σάμπως του χορού ο σκοπός κ’ η γλύκα να τους είχανε ρίξει μέσα σπίθες κρυφόχαρες κι αυτές να γινήκανε φλόγες ξεπεταχτές κι αγκαλιάστρες και φέγγος απαλό είδε το φέγγος των ματιών που την αγκάλιαζε κ' είδε και τα δυο τα χέρια να σιγοτρέμουν ανάερα για να την αρπάξουν. . και τους συνεπήρε το ρέμα το φρενιασμένο και ψυχοπλάνο του σκοπού του χορευτή -όπως ένας άνεμος ζεστός, περνώντας απ' το λιβάδι, ξεσέρνει τις γλυκειές τις πεταλούδες. . . Πώς χόρευ' η Λιόλια με το Νίκο !. . . . . Σαν κάνανε εκείνα τα λίγα βήματα «φεν-ντε-σιεκλ» στις στροφές, εκεί που γώνιαζε η σάλα, έπεφταν κ’ οι δυο μπροστά μ' όλο τους το κορμί, με τα κεφάλια κάτω, σα να θέλανε να γκρεμιστούνε χεροπιασμένοι σε μιαν άβυσσο ευτυχίας, σε μια θάλασσα, κάτω βαθιά, με κύματα γλαυκά και σαν αξύπνητα που μόνο το τραγούδι τους έφθανε ως απάνω. . . Πατ !-πατ !! πατ!!! χτυπούσε το πόδι του στα τρία βήματα τόνα πιο χτυπητό από άλλο, ο Νίκος, σαν το νέο το άλογο, από υπερδύναμη ζωή κι αβάσταχτη χαρά. . . κ’ έπειτα έκανε μια γλήγορη στροφή και γύριζε κατά πρόσωπο της Λιόλιας να τη δεχτή στο στήθος του.. . Κι αυτή έπεφτε απάνω του με μια κίνηση σα λυμένη, όλο πάθος και παράδοση, χυνότανε, μ' ένα σκέρτσο αλλοιώτικο, απ' το πλάι μ’ όλο το κορμί της και το στήθος μπροστά, το απαλό και ζεστό, που έπαλλε απάνω στο δικό του, μέσα στα χέρια του . . . Δε φορούσε σήμερα το στενό της το πολκάκι, η Λιόλια, με τη σειρά κουμπάκια: είχε βάλει τη φουστίτσα της τη σταχτιά από αλπαγά, κοντή-κοντή, μ' ένα ποκαμισάκι κρεμ μαλακόχυτο όλο σούρες, που της άφηνε το στήθος ελεύθερο, και στη μέση μια ζώνη μουσαμαδένια κι αυτή σταχτιά· και πίσω στα μαλλιά της είχ’ ένα φιόγκο από κορδέλλλα μεταξωτή σκούρη πορτοκαλλιά, πούκανε σα μιαν απόχρωση των μαλλιών της των καστανών που χρύσιζαν . . . Χρύσιζαν τα μαλλιά της μες τα φώτα σα μάλαμα παλιό ζεστόχρωμο και τα σγουρά τους ταναφυσούσε ο απαλόθερμος αέρας όπως η αύρα αναφυσάει τα ψιλόχορτα του κάμπου. . . Τα μάτια της έλαμπαν ! Ήτονε ροδοκόκκινη κ' ιδρωμένη σα νάτρεχε στους ήλιους κ' έτσι έμοιαζε ρόδο που ό,τι έχει ανοίξει μ' όλα του τα φύλλα ένα μεσημέρι του Απρίλη.

Άμα διαβάζω τα φύλλα αυτά και βλέπω πως τρέκλιζα αναμεταξύ ελπίδας και φόβου δε νοιώθω πως μπορεί να είναι αληθινά όσα διηγούνται αυτά τα φύλλα. Κι όμως είναι. Κι όσο κι αν είναι τα σημειώματα αυτά άπλερα και κοματιαστά, μου διηγούνται ωστόσο με τέλεια βεβαιότητα πως τότε έλπιζα περσότερο παρότι μπορώ να το εννοήσω τώρα που εξηγηθήκανε και τελειώσαν όλα.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν