Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 9 Ιουνίου 2025


Άκουσε ξαφνικά στα κλαδιά και στα ξερά φύλλα να πλησιάζουν τα βήματα του Τριστάνου. Ήρθε να τον απαντήση, όπως πάντα, και να τον αλαφρώση από τάρματα. Του πήρε από τα χέρια το τόξο το «αλάθευτο» και τα βέλη, και του ξέζωσε το σπαθί. «Φίλη, είπεν ο Τριστάνος, είναι το ξίφος του Βασιληά Μάρκου. Ήρθε να μας σφάξη. Κι' όμως δεν τώκαμε». Η Ιζόλδη πήρε το σπαθί, και φίλησε τη χρυσή λαβή του.

Ο Ναζάριος έβλεπε μόνον ότι από μακράν τα φύλλα των δένδρων εσείοντο, αν και δεν εφύσα άνεμος, ως να εταράσσοντο υπό αοράτου χειρός, και ότι ανά την πεδιάδα εξετείνετο πάντοτε ευρυτέρα η λάμψις. Και εστράφη προς τον Απόστολον με έκπληξιν. — Ραββί! Τι έχεις λοιπόν; ηρώτησε με εναγώνιον φωνήν.

Τα φύλλα πέφτανε αργά έναένα κ' έστρωναν το χώμα με κόκκινο ταπί· οι περικοκλάδες που σκάλωναν στους τοίχους ανατρίχιαζαν από τη γύμνια. Το κλήμα που γενιάστηκε από το σπίτι της Ελπίδας ο Δημητράκης σκέπαζε πέραπέρα την αυλή. Ήταν άφυλλο από τον καιρό· μα τα κλαριά του θρασομανούσαν ψηλά και χαμηλά, λες κι ανυπομονούσαν ν' αγκαλιάσουν το άπειρο.

Το πρωί, ο Γκορνεβάλης πήρε από κάποιο δασοφύλακα το τόξο του και δυο καλοφτιαγμένα βέλη, και τάδωσε στον Τριστάνο, τον καλό τοξότη, που ξεπέταξε ένα ελάφι και το σκότωσε. Ο Γκορνεβάλης άναψε φωτιά από ξερά κλαδιά για να ψήση το κυνήγι. Ο Τριστάνος έκοψε φυλλώματα, έφτιασε μια καλύβα και τη σκέπασε με φύλλα.

Ό τι από μέσα της βγάζει του αθρώπου η ψυχή, ό τι μας φανερώνει την αθρώπινη ύπαρξη κ' ενέργεια, μοιάζει με το λουλούδι. Η επιστήμη θα προσπαθήση να μάθη από πού πήραν τα φύλλα τωραίο τους χρώμα, πώς αναπνέουν τα ρόδα και πώς αγαπούν της ζωής των το μυστικό πολεμά να καταλάβη και να μας πη.

Και όσα είχαν γλιτώσει, λίγο μαδημένα, έμοιαζε να σκύβουν για να δουν τους νεκρούς συντρόφους τους, χαϊδεύοντάς τους με τα τραυματισμένα φύλλα τους. «Πάρτε λίγα σταφύλια, μπαρμπα-Έφις», του είπε το αγόρι, αποχαιρετώντας τον σκεφτικό: «εάν ο ντον Πρέντου σας ξαναστείλει εδώ θα είμαι ευχαριστημένος. Θα περνάμε τον καιρό λέγοντας ιστορίες. Πηγαίνετε στην Γκριζέντα να της πείτε χαιρετίσματα

Μέσατα φύλλα τα πυκνά, Αρχίνησε γλυκά, γλυκά. Κι' αρμονικά να ψάλλη. 'Σ το λάλημα του αηδονιού Ξυπνάει λαχταρισμένη Η κόρη. Γύρω, 'ςτά κλαδιά, Κυτάει, και μες απ' την καρδιά Έν «Αχ!..» βαρύ της βγαίνει. « Αχ!.. Τι τρομάρα 'φώναξε » Τι όνειρο που είδα!... «'Σ τη βρύσι πήγαινα νερό » Να πάρω 'λίγο, δροσερό· » Και 'πήγαινα μ' ελπίδα»

Τα πουλιά τραγουδούσαν αδιάκοπα μέσα στα φύλλα, άλλα την ημέρα κι' άλλα τη νύκτα στο φως του φεγγαριού, και οι κάτασπροι κύκνοι ταξίδευαν αργά και καμαρωτά, σαν μικρά καραβάκια μ' απλωμένα πανιά απάνω στις λίμνες.

Τα χελιδόνια περνούσαν ασταμάτητα τριγύρω, πάνω από τα κεφάλια τους, σαν κινητή γιρλάντα από μαύρα λουλούδια, από μικρούς μαύρους σταυρούς. Οι σκιές τους έτρεχαν στο έδαφος σαν φύλλα που τα παίρνει ο άνεμος, κι εκείνος θυμήθηκε τον πόνο που δοκίμασε όταν σηκώθηκε κάτω από τον άμβωνα, και τη σκιά στο πρόσωπο της Μαγδαληνής. Αναστέναξε βαθειά. Καταλάβαινε.

Κ' έβγαιναν 'ςτον ανήφορο εκείνο κι από τα χαμηλότερα σπίτια, για ν' απολάψουν τη δροσιά του βουνού και τ' αθάνατο νερό τ' Αζώηρου, που ήτον κατάκρυο και καλοχώνευτο, κι όπ' έβρισκαν συχνά μέσα του χλωρά φύλλα πεύκου κι οξιάς και πουρναριού των ψηλωμάτων του Πίνδου.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν