Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025
Μον τώρα ας κλαίμε αλάργα, κλεισμένοι μέσα εδώ. Είδ' αφτός, ότι η σκληρή του η μοίρα στο γεννημό του τούκλωσε σαν τον γεννούσα η μάβρη, 210 σκύλους να θρέψει αλάργα μας, σ' άσπλαχνου πόρτα αθρώπου... π' ας είταν αχ μες στην καρδιά τα νύχια ναν του μπήξω, ναν του τη φάω! Τότ' ίσως πια θαρχόμαστε ίσα κ' ίσα.» 213
Εγώ να ήμουν θα έπεφτα κολύμπι να πάω να πιάσω τη μαγκούρα, γιατί δε μου βγαίνει κανένας στο κολύμπι. Εκείνου του καιρού οι άνθρωποι, οι πρωτινοί, δεν ήξευραν, γλέπεις, κολύμπι, τους έπειανε φόβος να εμβούν στη θάλασσα. Και να μου έμελλε η μοίρα μου να πάθω το τι πάθατε, θα εγλύτωνα κολύμπι, όχι σαν ελόγου σας που πέσατε όξου.
Μόνον η κιτρινάδα που έβαφε το πρόσωπό του και το χάλπωμα των ματιών του φανέρωναν τη μεγάλη του συγκίνηση. — Ακούστε, είπε ο Περαχώρας, διαβάζοντας δυνατά και ρυθμικά : Μητρός τε και πατρός και των άλλων προγόνων απάντων τιμιώτερόν έστιν η Πατρίς· και σεμνότερον και αγιώτερον και εν μείζονι μοίρα και παρά θεοίς και παρ' ανθρώποις τοις νουν έχουσι. ..
Τοιούτος ήτον ο μέλλων να κόψη το χρυσούν νήμα, δι' ου η εύνους Μοίρα συνέρραπτε των δύο εραστών τας ημέρας, καθιστώσα τον βίον αυτών κομβολόγιον στιλπνών και άμωμων μαργαριτών. Κατά πάσαν νύκτα συνήρχοντο ο Φρουμέντιος και η Ιωάννα εις σπήλαιόν τι εγγύς του Μοναστηρίου, ιερόν το πάλαι τω Πριάπω.
Αλλ' εγώ —διότι από ποίον άλλον παρά από σε δύναμαι να μάθω την αλήθειαν—θα ήθελα να σου απευθύνω και μίαν άλλην ερώτησιν• τι είνε αυτή η Πρόνοια; Μοίρα ή άλλη θεότης ανωτέρα, η οποία διευθύνει και τας Μοίρας; ΖΕΥΣ. Σου το είπα και προηγουμένως ότι δεν επιτρέπεται να γνωρίζης τα πάντα.
Και προς αυτόν ωμίλησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη• «Τηλέμαχε, τι σου 'φυγε των οδοντιών το φράγμα; 230 άνδρα θεός και από μακράν, αν θέλη, εύκολα σώζει, καλλιά 'χα να βασανισθώ, πολύ να παραδείρω, ως την πατρίδα μου να ιδώ, παρά 'ς τα γονικά μου άμα πατήσω, ο θάνατος να μ' εύρη, ως τον Ατρείδη, 'πώπεσε, από της γυναικός τον δόλο και του Αιγίσθου. 235 αλλ' είναι ο θάνατος κοινός, ουδ' ημπορούν να σώσουν και φίλον άνδρ' οι αθάνατοι, οπόταν έλθ' η μαύρη μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου, να τον πάρη».
Και του Αμφιμέδοντα η ψυχή τότ' είπε προς εκείνον· 120 «Ω Αγαμέμνον' αρχηγέ, τρισένδοξε Ατρείδη, όλα ενθυμούμαι, διότροφε, κείνα 'που μνημονεύεις. θα σου αναφέρω τώρα εγώ τον τρόπον, πώς εγίνη, του θλιβερού θανάτου μας· εμείς μνηστεύαμ' όλοι του Οδυσσέα, 'που 'λειπε 'ς τα ξένα, την συμβία. 125 κείνη τον γάμον μισητόν ν' αρνείτ' ή να τελειόνη δεν έστεργ', ενώ σπούδαζε να ευρή τον όλεθρόν μας. και νέο τέχνασμα, το εξής, 'ς τον νου της εσοφίσθη· πανί μεγάλον έστησε 'ς το μέγαρο, να υφάνη, λεπτόν, αμέτρητο, κ' ευθύς προς εμάς είπε· ω νέοι 130 μνηστήρες μου, αφού απέθανεν ο θείος Οδυσσέας τον γάμον μη μου βιάζετε, σταθήτε, ως ν' αποκάμω το ύφασμα αυτό, τα γνέματα να μη μου παν χαμένα, του Λαέρτ' ήρωα σάβανο, για τον καιρό, 'που η μαύρη μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου θα τον πάρη, 135 των Αχαιίδων μη καμμιά 'ς τον τόπο μ' ονειδίση, αν κείτεται ασαβάνωτος αυτός 'που πλούσιος ήταν. αυτά 'πε κ' εκατάπεισε την ανδρική ψυχή μας. τότε ολημέρα το πανί τα μέγ' ύφαιν' εκείνη, και νύκτα το ξεΰφαινε 'ς την λάμψι των λαμπάδων. 140 ιδού πώς απ' τους Αχαιούς με δόλο 'κρύφθη εκείνη τρεις χρόνους· και τον τέταρτον ότ' έφεραν η ώραις, ως τα φεγγάρια χάνονταν κ' η 'μέραις επληθύναν, μας το 'πε μια των γυναικών, οπού τα γνώριζ' όλα, κ' ηύραμε αυτήν που τ' εύμορφο ξεΰφαινε πανί της· 145 ιδού πώς το τελείωσε βιασμένη απ' την ανάγκη. και το σινδόνι ότ' έφερε 'ς το φως, οπ' είχε υφάνει και καθαρίσει, ώστ' έλαμπεν ως ήλιος η σελήνη, κακή μας κάπουθ' έφερε τον Οδυσσέα μοίρα 'ς άκρη εξοχής, όπ' έμεινεν εκείνου ο χοιροτρόφος. 150 αυτού και ο ποθητός υιός του θείου Οδυσσέα με μαύρο πλοίον έφθασεν απ' την αμμώδη Πύλο. και, άμ' ωργανίσαν θάνατον κακόν εις τους μνηστήραις, 'ς την πόλιν εκατεβήκαν, ύστερος ο Οδυσσέας και πρώτος ο Τηλέμαχος· εκείνον ωδηγούσε 155 ο χοιροτρόφος, με κακά φορέματα ενδυμένον, παρόμοιον με γέροντα τρισάθλιον ψωμοζήτην, οπ' ακουμβούσε 'ς το ραβδί και αχρεία ρούχα εφόρει. και, ως έξαφνα εφανίσθη αυτός, κανείς να τον γνωρίση δεν εδυνήθη και 'ς εμάς ηλικιωμένοι αν ήσαν. 160 τον εκακοποιούσαμε με λόγια και με κτύπους, και αυτός μ' ατάραχην ψυχήν έστεκε να υποφέρη κτυπήματα και ονειδισμούς 'ς τα ίδια μέγαρά του. αλλ', ότε ο νους τον έγειρε του αιγιδοφόρου Δία, αφού με τον Τηλέμαχον τα λαμπρά όπλα επήρε 165 κ' εφύλαξε 'ς τον θάλαμον, κ' εκλείδωσε την θύραν, έσπρωξ' ο ευρετικώτατος την ίδια του συμβία τόξο και σίδερο λευκό να θέση των μνηστήρων αγώνα και του φόνου αρχήν 'ς εμάς 'που ωργίσθ' η μοίρα. του δεινού τόξου την χορδή κανείς μας να τανύση 170 δεν εδυνήθη, και αρκετή δεν είχαμεν ανδρεία. αλλ' ότε να φθάσ' έμελλε 'ς τα χέρια του Οδυσσέα το μέγα τόξο, με βοήν εμείς φωνάζαμ' όλοι, 'ς αυτόν, ό,τι και αν έλεγε, το τόξο να μη δώσουν· αλλ' έδωκε ο Τηλέμαχος την προσταγή και μόνος. 175 και ως το 'λαβε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας, την χορδή τάνυσ' εύκολα· και ταις αξίναις όλαις πέρασε· τότ' εστήθη ορθός 'ς την θύρα και άδεισ' όλα τα βέλη, μ' άγριο βλέφαρο· τον βασιλέ' Αντίνον κτύπησε, κ' έπειτ' έρριχνε στεναγμοφόρα βέλη 180 'ς τους άλλους όλους, κ' έπεφταν σωρός εκείνοι εμπρός του. και φανερά κάποιος θεός μ' αυτούς εσυμμαχούσε, θάρρος τόσ' είχαν άμετρο 'ς την ρώμη τους, και γύρω 'ς τα δώματα τους φόνευαν φρικτά κείνοι βογγούσαν ως κρούονταν η κεφαλαίς, και ο πάτος έβραζ' αίμα. 185 Ατρείδ', ιδού πώς πέσαμε, και ακόμη αμελημένα τα λείψανά μας κείτονται 'ς το δώμα του Οδυσσέα. αν το 'ξευραν 'ς τα σπίτια μας οι ποθητοί θα πλύναν απ' το μαύρ' αίμα ταις πληγαίς, 'ς την κλίνη θα μας κλαίαν την νεκρικήν, ως πάντοτε τιμούντ' οι απεθαμένοι». 190
Ρογός το εκ σανίδων διαμέρισμα εντός των αποθηκών οπού αποταμιεύεται ο σίτος, και αυτός ο σωρός του σίτου. Να κλαίτε το μερμήγγι. Πώταν η μοίρα τ' οργιστή με ψεύτικα φτερούγια Βγαίνει 'ς τον κόσμο και πετά. σ. 232 — 233
Τον συντροφεύει ολόμαυρον Μέγα εναέριον σύγνεφον. Κρέμεται ακόμα ατίνακτον Αστοπελέκι επάνω του, Κ' άγρυπνος μοίρα. Ω Βαρνακιώτη· τρέχεις, Και ο κτύπος των ποδών σου Αντιβομβεί ωσάν νάτρεχες Επί τον κούφιον θόλον Βαθείας αβύσσου. Αν κοπιασμένος πέσης 'Ν αναπαυθής 'ς τα χόρτα, Η τιμωρός συνείδησις Με σε πλαγιάζει αλλάζουσα Τα χόρτα εις δράκοντας.
ΙΣΜΗΝΗ Διπλά ν’ ακούς. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Διπλές μας στέκουν συμφορές. ΙΣΜΗΝΗ Αδερφικές τις αδερφές. ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΚΑΙ ΙΣΜΗΝΗ Ιώ, Μοίρα, μεγαλόδωρη πόνων πικρών και τρανή του Οιδίποδα μαύρη Ερινύα, μεγάλη σου η δύναμη. Αι, αι -Αι, αι. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Συμφορές κακοθώρητες. ΙΣΜΗΝΗ Επιστρέφοντας μόφερες. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Για να σκοτώση ήρθε γυρνώντας. ΙΣΜΗΝΗ Και χάνει τη ζωή του ορμώντας. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Την έχασεν αλήθεια αυτός.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν