Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025


Όμως μαζί σας ήρθανε ολούθες παλικάρια, κι' ομπρός! όπιου βαστά η καρδιά, ας έρθει ομπρός απ' όλους μ' εμένα εδώ τον Έχτορα να πρωταγωνιστήσει. 75 Και να! τι λέω, κι' ας είναι ο γιος του Κρόνου μάρτυράς μας· αφτός αν με το δίκοφτο χαλκό με σφάξει εμένα, ας μου τα βγάλει τ' άρματα και στα καράβια ας σύρει, μα ας δώκει πίσω το κορμί, που καν το λείψανό μου οι Τρώες και των Τρώωνε να κάψουν οι γυναίκες. 80 Μα εγώ αν τον σφάξω, αν δώκει μου τέτιο καμάρι ο Φοίβος, θαν τον γυμνώσω απ' τ' άρματα και θαν τα πάω στο κάστρο ναν τα κρεμάσω μέσα εκεί στην εκκλησά τα' Απόλλου, δίνοντας πίσω το κορμί στ' ανάφρυδα καράβια, για να στολίσουν το νεκρό οι παινεμένοι Αργίτες 85 και μνήμα απάς στ' απλόχωρο περγιάλι ναν του στήσουν.

Αλλά τη νύχτα, από το μνήμα του Τριστάνου ξεφύτρωσε ένας πράσινος και φουντωτός θάμνος με γερά κλαδιά, με άνθη αρωματικά. Σηκώθηκε απάνω από το ξωκκλήσι και βυθίστηκε στον τάφο της Ιζόλδης. Οι άνθρωποι του τόπου έκοψαν το θάμνο. Την άλλη μέρα ξαναφυτρώνει όμοια πράσινος, ανθισμένος, και ζωηρός και βυθίζεται στο νεκρικό κρεββάτι της Ιζόλδης. Τρεις φορές θέλησαν να τον κόψουν. Άδικα.

Από μικρός ορφάνεψα και από μικρός εξενητεύθηκα με τα καράβια. Πεντέξη μήνες πριν μ' εκατάφεραν και αρραβωνιάστηκα με μία φτωχούλα. Δεν την εσυλλογιζόμουν όμως παρά σαν έβλεπα τον αρραβώνα στο δάχτυλό μου. Μα τόρα από τη στιγμή που ευρέθηκα στη γολέτα, εκείνη πρώτη έλαμψεν εμπρός μου με τη φτωχή της φορεσιά και το σεμνό της ήθος, δακρυσμένη να δέρνεται και να στενάζη απάνω στο εύκαιρο μνήμα μου.

Μηγάρ πατέρα εγώ 'χω πια ή τη γλυκιά μου μάννα; Τι τον πατέρα ο θεϊκός μού σκότωσε Αχιλέας, κι' έκαψε και των Κιλικών τη μυριοπλούσια χώρα, 415 τη Θήβα την τρανόπορτη· και σφάζοντάς τον όμως δεν τον ξαρμάτωσε, ως αφτού δε βάσταξε η καρδιά του, Μον σαν τον έκαψε μαζί με τα χρυσά άρματά του, τούχτισε μνήμα, και φτελιές του φύτεψαν τριγύρω καλές νεράιδες του βουνού, του Δία θυγατέρες. 420 Κι' εφτά μου αδέρφια π' άφισα στον πατρικό μας πύργο, μες σε μια μέρα κι' οι εφτά κατέβηκαν στον Άδη, τι ενώ βοσκούσαν τ' άσπρα αρνιά και τραχηλάτα βόδια όξω στο λόγγο, του Πηλιά ο γιος τους έσφαξε όλους.

Αυτοί που κατοικούν τον κάμπο ολόγυρά της λένε, καθώς μαθαίνουν από παπούν και γονιό, ότι τα κάστρ' αυτά ήταν θρόνος βασιλιά μεγάλου μια μέρα και δείχνουν καταμεσής των χαλασμάτων εις έναν όχτο απάνω, οπ' αγναντεύει δεξιά ζερβιά κι ολόγυρα ολούθε τον κάμπο, «το μνήμα της βασιλοπούλας».

Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου• «Ευρύμαχε, κ' οι επίλοιποι σεις θαυμαστοί μνηστήρες, σας ούτε πλειά παρακαλώ για τούτα, ούτ' ομιλάω• 210 ότ' ήδη κ' οι αθάνατοι και όλ' οι Αχαιοί τα ξεύρουν. αλλά δόστε μου ογλήγορο καράβι και συντρόφους είκοσι, να με φέρουσιν εις το 'να μέρος, 'ς τ' άλλο, ότιτην Σπάρτη θε να βγω και στην αμμώδη Πύλο, για τον πατέρα, οπού καιρούς λείπει, να μάθω αν θα 'λθη, 215 ή των θνητών κάποιος μου ειπή ή την φωνήν ακούσω, 'που από τον Δί' ερχόμενη γεννοβολά την φήμη. και αν ο πατέρας ότι ζη και θα γυρίση ακούσω, τότε, και ας στενοχωρηθώ, έν έτος θα υπομείνω• και αν πάλιν ότι απέθανεν ακούσω και ότι εχάθη, 220 θε να 'λθω τότετην γλυκειά την γη την πατρική μου, μνήμα θα υψώσω του πατρός, κ' εντάφια, ως πρέπει, δώρα πολλά θα δώσω, κ' ύστερ' υπανδρεύω την μητέρα».

Και ο Μανώλης έδακνε τον δάκτυλόν του εκ πείσματος τάχα διότι του διέφυγεν η Πηγή και διότι η επίσκεψις της μάνας του ήλθεν εις στιγμήν τόσον ακατάλληλον. — Καλό καταβόδιο, Μραΐμ αγά! έλεγεν η Σαϊτονικολίνα, μη αποσπώσα το βλέμμα από τα τουρκικά μνήματα. Εδά τόνε κατεβάζουνε στο μνήμα. Πάει.. πάει στο δαίμονα ο πισσοκόκαλος. Θωρείτε; Θωρείς, Μανώλη;

Ύστερα έμαθα πώς ήτανε κι αυτοί δυο κάτοικοι του Δρομοκαΐτη, αδέρφια στην τύχη με το Βιζυηνό. Στο νεκροταφείο, μπροστά στο μνήμα του Τοσίτσα σε πολύ μετρημένο ακροατήριο επιτάφιοι ρήτορες αποχαιρετίσαμε το Βιζυηνό ο Αριστοτέλης Κουρτίδης κ' εγώ

Ύστερα από λίγη ώρα έφυγαν οι Επιτάφιοι, καθένας για την εκκλησιά του, ο κόσμος τραβήχτηκε για το σπίτι τους, το νεκροταφείο έμεινε έρημο, και μοναχά ο Γιάννης στριφογύριζε βογγώντας ψηλά στο μνήμα του αδερφού του, σα λαβωμένο φείδι, κι' όταν ο ήλιος φώτισε τον Κόσμο μας με τες αργυρόχρυσες αχτίδες του, πήρε τα σύνεργα του νεκροθάφτη, που είταν χωμένα κάτω από ένα καλυβούτσι, άνοιξε τ' αδερφικό μνήμα μ' έγνοια, έμασε όλα τα κόκκαλα ένα-ένα, κι' αφού τα πότισε με καυτερά αδερφικά δάκρυα, τάβαλε μέσα στο σακκούλι του, σταυροκοπήθηκε κατά ήλιου και ξεκίνησε με την καρδιά καμένη και φλογισμένη για την έρημη την Πατρίδα, φορτωμένος τ' αδερφικά κόκκαλα, που έβγαλε από το ξενιτεμένο μνήμα, τα κόκκαλα εκείνα, που είταν αναστημένα με το ίδιο γάλα, και το ίδιο αίμα, για να τ' αποθέση στο ταπεινό κοιμητήρι του χωριού του!

Μ' αφτό στα χέρια ο δυνατός πετούσε Αργοσκοτώστης, 345 και στον Ελλήσποντο κοντά σαν ήρθε και στον κάμπο πιάνει το δρόμο, μιάζοντας παλικαράκι αρχόντου πρωτόχνουδο, που η πιο γλυκιά τ' ανθοστολίζει νιότη. Κι' οι γέροι οι διο σαν τράβηξαν παρέκει απ' το μεγάλο του Ίλου μνήμα, σταματούν τα ζα ναν τα ποτίσουν 350 στο ρέμα· τι είχε πια στη γης και πέσει το σκοτάδι.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν