Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025
Δε βλέπεις πόσο αδυνατεί Μες την καρδιά του να κρατή Τα εδικά του μερικά Απόκρυφα συμβεβηκά, Στα ξένα πλιο τι καρτερείς; Για πονηρόν μη τον θαρρείς. Πορεύεται άκακα κι' απλά Και με ανήλικα μιαλά, Αν θέλεις, γέλα, να σου ειπώ Τον παιδιάσισιο του σκοπό. Για μυστικό αυτός νογάει Κρυφά να το κοινολογάη.
Άρχισα με το πρώτο πούχα γράψει: «Αγαπημένο μου Βαγγελιό, «Πρώτον έρχομαι, να ερωτήσω δια το αίσιον της υγείας σου. Αν ερωτάς και δι' εμέ, κλαίω, κλαίω, αφ' ότου έφυγα από το χωριό. Και ποιος να με παρηγορήση εδώ που είμαι ξένος στα ξένα; Κλαίω κιόλο τόνομά σου έχω στο νου μου και στο στόμα μου. Κοιμούμαι και θυμούμαι σου, ξυπνώ στο νου μου σέχω και στόνειρό μου σε θωρώ κιαγκαλιασμένη σέχω.
Αν τύχαινε να σ' ανταμώσω στα ξένα τα παλιά τα χρόνια, και με ρωτούσες τι λογής γλεντίζουνε στο τόπο μας, θα σου παράσταινα τα ξεφαντώματα του χωριού με τόση λαχτάρα και δίψα, που θάλεγες: — «Εκεί είναι η αληθινή η ζωή». Τέτοια είναι τα μαύρα τα ξένα! Ως και τα ψεγάδια του τόπου σου σε κάμνουν και ταγαπάς και τα ζωγραφίζεις με μύριες λαμπρές θωριές.
Αυτά 'πε, και του απάντησα• «ωιμέ, πόσον ο Δίας 435 αρχήθεν εκατάτρεξε το γένος του Ατρέα με γυναικών βουλεύματα• ιδού, για την Ελένη χαθήκαν άπειροι απ' εμάς• και σένα η Κλυταιμνήστρα δόλον σου ετοίμαζε, μακράν ενώ 'λειπες 'ς τα ξένα».
Εννιά πια χρόνια πέρασαν του Δία, και των πλοίων έλιωσαν τώρα τα σκοινιά και σάπισαν τα ξύλα, 135 και θα μας κάθουνται κλειστές οι δόλιες μας γυναίκες με τα παιδιά να καρτεράν, κι' εμάς ατέλιωτη έτσι μένει η δουλιά μας που ως εδώ μας έφερε στα ξένα. Μον όλοι ελάτε! ας κάνουμε όπως εγώ προστάξω. Ας φύγουμε με τα γοργά καράβια στην πατρίδα, 140 τι πια δεν το κουρσέβουμε το ξακουσμένο κάστρο.»
Πες μου όμως, τώρα που έφυγε η κοπέλλα σου, και τη βλέπεις από μακριά κι ακόμα χαμογελάς, πες μου για το χατίρι του φίλου μου από δω που ήρθε μαζί μου να δη την Πόλη, — πως τα περνάς; Το πιστεύεις τάχατες ακόμα πως σώνει να φυλάγης τόνομα της Φαναριώτικης φαμελιάς σου, και δεν πειράζει να του κολνάς και μια μπέηκη ουρίτσα από πίσω; Πες μου, τι λογής καταφέρνεις εσύ να κρατάς δυο ενάντια πράματα μέσα στην αλαφρή σου καρδούλα; Πες μας, να χαρής τα μαύρα σου μάτια, πότε είσαι Ρωμιός, και πότε Τούρκος; Σα σε στέλνουνε στην Ευρώπη, και κορδώνεσαι μέσα σε ξένα παλάτια, κ' οι ξένοι σε καλοκοιτάζουνε να δουν τι λογής όψη την έχουν οι Τούρκοι, σαν τι φείδι να σε τρώη από μέσα; Ή να το χαίρεσαι τάχα; Να με συμπαθήσης, που θάρρεψα πως μπορεί να το μισοντρέπεσαι.
Απάντησεν ο Ευρύμαχος· «Του Ικαρίου κόρη, 320 ω Πηνελόπη φρόνιμη, νύμφην εσέ να πάρη τούτος, δεν υποψιάζουμε ποσώς· αλλ' ουδ' αρμόζει· αλλ' εντρεπόμασθεν ανδρών και γυναικών το στόμα, μη κάποιος απ' τους Αχαιούς ουτιδανός πότ' είπη· ανδρός λαμπρού την σύντροφον πολύ κατώτεροί του 325 άνδρες ζητούν, και το στιλπνό τόξο του δεν τανύζουν· αλλ' ήλθε πολυπλάνητος πτωχός από τα ξένα, το ετάνυσε και πέρασε το σίδερο με βέλος· αυτά θα ειπούν και όνειδος 'ς εμάς θα ήναι ο λόγος».
Ως τώρα είχα του Κράλη ταρχοντικό, μα να· παντρεύεται κι αυτός αλλού αύριο και τονέ χάνω. Σαν έχω την Αρετούλα εκεί με τα παιδάκια της και πηγαινοέρχουμαι, και συ πιο κοντά της θα είσαι που θα τη βλέπω δα και για λόγου σου, θάχω και γω μια παρηγοριά μες στα ξένα. Δέσπω. Φρόνιμος είσαι, Κωσταντή, κι άσκημ' απολογήθης. Η πίκρα του χωρισμού πως θα είνε θάνατος για τα μένα, δε λέω τίποτις.
Αυτά 'πε, και όλοι εκίνησαν κατά το περιγιάλι• κ' ευθύς 'ς την γην ετράβηξαν τ' ολόμαυρο καράβι, και οι ψυχεροί θεράποντες με τ' όπλ' ακολουθούσαν. 360 κ' εκείνοι ομού 'ς την αγορά βαδίζαν ουδ' αφίναν να συγκαθίση άλλος κανείς των νέων ή γερόντων. και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος τότ' είπε προς εκείνους• «Ωιμένα! πώς οι αθάνατοι τούτον τον άνδρα εσώσαν! ήσαν ολήμερα σκοποί 'ς ταις ανεμώδεις άκραις, 365 κ' εξάλλαζαν αδιάκοπα• και ότ' έφθανε το σκότος δεν ξενυχτούσαμε 'ς την γην, αλλά 'ς το γοργό πλοίο επλέαμ' ως το χάραμμα, κρυμμένοι καρτερώντας, του Τηλεμάχου την ζωή να πάρουμε άμα φθάση• κ' εκείνον ωστόσ' έφερε θεός εις την πατρίδα. 370 αλλ' όλεθρον ας εύρουμεν εμείς του Τηλεμάχου, να μη ξεφύγη, τώρα εδώ' κ' ελπίδα εγώ δεν έχω, όσο ζη 'κείνος, να ευρεθή των έργων τούτων άκρη, ότ' ήδη απόκτησεν αυτός σκέψι πολλή και γνώσι, και την αγάπη του λαού δεν έχουμεν ως πρώτα. 375 αλλά βιασθήτε, πριν αυτός εις σύνοδο καλέση τους Αχαιούς• ότι, θαρρώ, δεν θ' αμελήση, θα 'λθη μ' οργή πολλή, θα σηκωθή και 'ς όλους θα κηρύξη, πως φόνον του ωργανίζαμε και πως εσώθη μόλις• και τ' άνομ' έργ' ακούοντας αυτοί δεν θα επαινέσουν• 380 κάποιο κακό θα πάθουμε• μήπως και απ' την πατρίδα μας διώξουν και να φύγουμε μας βιάσουν εις τα ξένα. αλλ' ή μακράν εις τον αγρόν, ή ως έρχεται 'ς την πόλι, ας τον κτυπήσουμ' έγκαιρα• κατόπι ας μοιρασθούμε τα κτήματ' όλ', αφίνοντας τα σπίτια της μητρός του, 385 να τα 'χη εκείνη και ο γαμβρός 'που θα την πάρη νύμφη. και αν τούτο σεις δεν δέχεσθε, και θέλετε να ζήση αυτός και όλα να χαίρεται τα πατρικ' αγαθά του, ας μη συναθροιζόμεθεν εδώ να καταλυούμε τους θησαυρούς του• και καθείς ας κάμνη την μνηστεία 390 με δώρ' από το σπίτι του, και ας πάρη αυτή τον άνδρα, οπού χαρίση πλειότερα και όποιον της στείλ' η μοίρα».
Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος του απάντησε Οδυσσέας• «Άθλιε, κακό δεν σώκαμα, λόγον κακόν δε σου 'πα, 15 ούτε φθονώ σε και αν πολλά σου δώσουν• το κατώφλι τούτο χωρεί κ' εμάς τους δυο• και αν άλλος από ξένα πράγματα λάβη, μη φθονής• είσαι, θαρρώ, πλανήτης, ως είμ' εγώ, και απ' τους θεούς προσμένουμ' ευτυχίαις. και εις μάχη μη με προκαλής πολύ, μήπως θυμώσω, 20 και, αν κ' είμαι, γέρος, μ' αίματα το στήθος και τα χείλη σου βάψω• και ησυχώτερος θε να 'μεν' άμα λείψης αύριον• ότ' η όρεξι, θαρρώ, θα σου περάση άλλη φορά 'ς το μέγαρο να γύρης του Οδυσσέα».
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν