Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025


Και η «Αθηνά», σκαμπανεβάζοντας στο κύμα, αναστέναζε από τα τρίσβαθα των αρμών της. — Μαζί θα πεθάνωμε, Μοναχάκη. Σιγά-σιγά τους πλάκωσαν τα γεράματα, Στο τελευταίο ταξίδι στη Μαρσίλια, ο Μοναχάκης αρρώστησε. Τον βγάλανε όξω στα σπιτάλια. Οι γιατροί του είπαν να μείνη λίγον καιρό να κυτταχθή. Ο Μοναχάκης δεν τάκουε αυτά. «Την Αθηνά δεν την αφίνω σε ξένα χέρια», έλεγε.

Επί της κορυφής του ορθού ξύλου θέτει ένα ναυτικόν κούκκον, τον οποίον είχεν αφ' ου χρόνου εταξείδευε με τα ξένα πλοία εις Ιταλίαν και εις τον Αδρίαν. Διά να σταθή οπωσούν ο κούκκος, τον περιδένει ολόγυρα με το κίτρινο ζωνάρι του ως σαρίκι. — Είνε σωστό σκιάζουρο, εψιθύρισεν ο μπάρμπ’-Αλέξης.

Τώρα μάλιστα πρέπει, παιδιά μου, Να προσέχετε ακόμα παράνω. Γιατί τάχα; της είπαν, γελόντας· Αλλ' αυτή σοβαρή τ' αποπαίρει· Το πολύ το νερό θα περάσει· Η στεριά θελα μείνη στον τόπο· Στα συνόρατα μέσα σταθήτε, Μη αργά μετανιόστε κατόπι. Ε κι' εσύ! νομουκόπου μας σκιάζεις· Κι' οχ τη γκρίνια δεν παύεις ποτέ σου. Άιντε, αδέρφια, λεν ένα το άλλο, Ξένα μέρη να πάμε να ιδούμε!

Μα καθώς κι άλλου είπαμε, κάστρα και τοίχοι δίχως στρατιώτες δεν είναι μεγάλη διαφέντεψη. Κ' οι στρατοί έλειπαν πάντα στα ξένα. Εκείνα μονάχα τα χτίρια πρέπει να κόστισαν αμέτρητους θησαυρούς. Να ταριθμήσουμε ένα προς ένα και δύσκολο και άσκοπο. Δυο λόγια μας σώνουνε. Είχε κι από τα πριν ο Δούναβης και προπύργια και κάστρα. Μονοπύργια τάλεγαν.

Και δίχως να πελαγώνουμε σε θρησκευτικά θέματα ξένα με το σκοπό μας, νακολουθήσουμε το δρόμο που πήρανε, τη δύναμη και τη χάρη που ξάπλωσαν του Χριστού τα ιερά τα λόγια. Ως πόσο η Ελληνική γλώσσα από τη μια, κι ως πόσο από την άλλη ο πολιτικός οργανισμός της Ρώμης κάμανε να ξαπλωθή αυτή η δύναμη κ' η χάρη, δεν είναι μήτ' αυτό της δουλειάς μας.

Τότε ο πολύγνωμοςαυτόν απάντησε Οδυσσέας• «Τηλέμαχ', ότι ο ποθητός πατέρας σου επανήλθε δεν σου αρμόζει ν' απορής πολύ και να θαυμάζης• ότι εδώ πλέον δεν θα' λθή ποτ' άλλος Οδυσσέας. εγώ 'μαι αυτός, και αφού πολύ παράδειρατα ξένα 205 ήλθα τον χρόνον εικοστόντην γη την πατρική μου. και τούτο είν' έργο της θεάς Αθήνης νικηφόρας• έχ' η θεά την δύναμι, και με μορφώνει ως θέλει, πότε να φαίνωμ' άνθρωπος πτωχός οπού ζητεύει, και πότε νέος και καλά φορέματα ενδυμένος• 210 κ' εύκολον είναι των θεών των ουρανοκατοίκων να εξουθενώσουν άνθρωπον θνητόν ή να λαμπρύνουν».

το σπίτι ωστόσ' ο Αίγισθος την συμφοράν εργάσθη, και τον Ατρείδη φόνευσε κ' εδάμασε τον τόπο, και χρόνια επτά βασίλευσεν εις την χρυσή Μυκήνη. 305 'ς τ' όκτατο του 'λθε το κακό, του 'λθε ο λαμπρός Ορέστης απ' ταις Αθήναις, κ' έκοψε τον δολερό φονέα, Αίγισθο, 'που του φόνευσε τον ένδοξον πατέρα. και των Αργείων έκαμε νεκρώσιμο τραπέζι της θεοκατάρατης μητρός και άμα του ανάνδρου Αιγίσθου. 310 την ίδια 'μέρα του 'φθασεν ο μαχητής Μενέλαος, με κτήματ' όσα εσήκοναν εκείνου τα καράβια. φίλε, και συ πολύ μακρυάτα ξένα μη πλανιέσαι από το σπίτι, 'π' άφησες το βιο σου, κ' έχεις μέσα ανθρώπους τόσο υβριστικούς, μη μοιρασθούν και φάγουν 315 όλο το βιο σου και σου 'βγη χαμένο το ταξείδι. εις τον Μενέλαο να πας όμως σε παραγγέλλω, 'που κείνος είναι νηόφερτος από τα ξένα μέρη, όπου, άμ' ευρίσκονταν τινάς, δεν θα 'λπιζε να γύρη, ανεμοζάλη αν έτυχε κει πέρα να τον κλείση 320 εις τέτοιο φρικτό πέλαγο και απέραντον, απ' όπουτον χρόνο ουδέ πετούμενα οπίσω δεν γυρίζουν. αλλ' άμε με το πλοίο σου και με την συντροφιά σου, και αν κάλλιο θέλεις της στερηάς να πάς, λάβε τ' αμάξι, και τους υιούς μου συνοδούς, αυτοί να σ' οδηγήσουν 325την θείαν Λακεδαίμονα, 'ς τ' Ατρείδη το παλάτι• και ατός σου παρακάλειε τον να είπη την αλήθεια• είν' άνδρας συνετώτατος, δεν θέλ' ειπή το ψέμμα».

Και καθώς σε γαργαλίζουν, Ξένα δάχτυλα αν σ' εγγίζουν, Έτζι απ' όσα κακολές, Ξεκαρδίζεσαι που κλαις. Μήπως έχεις φαντασία, Να διηγέσαι τάχα αστεία, Όθεν παίρεις αφορμή Να γελάς με τόση ορμή; Και αν γελάν οι άλλοι, ξεύρεις, Απατός σου να το εύρης; Μη σε κόφτει, εδώ είμαι εγώ. Σε διο λόγια σ' το ξηγώ.

Αδύνατο πράμα, φίλε μου, να γυρεύης να μιμηθής Άγγλους, Γάλλους, Γερμανούς, κι αρχαίους Έλληνες, και να μην έχης δόση από βαρβαρωσύνη, τη βαρβαρωσύνη που βλέπει τα φανταχτερά τα ξένα και σκιάζεται, βλέπει τα δικά της και ντρέπεται. Μας φέρνει λοιπόν αυτό το ψεγάδι ίσια κ' ίσια στην πηγή της πηγής, δηλαδή στην πηγή που μέσαθέ της κι ο ίδιος ο Εγωισμός αναβρύζει.

Θέλει να πη ότι δεν είνε πλούσιος με δικά του χρήματα, αλλά είνε με ξένα. Όσαις χιλιάδαις υπέρπυρα επιθυμήση, του τα στέλνουν οι φίλοι του. — Ποίοι φίλοι του; — Σου είπα ότι έχει με το μέρος του όλους τους μεγάλους. Και εκτός απ' αυτό είνε και ο ίδιος εις τον Μωρέαν άρχων. Είνε νομοθέτης του Μωρέως. Αυτός βάζει όλους τους νόμους εις τον τόπον αυτόν.

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν