United States or Guatemala ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και επειδή οι κυνηγοί έκαμαν αρκετόν κυνήγι κατά τον σκοπόν τους, την ερχομένην αυγήν ανεχωρήσαμεν απ' εκεί και περάσαμε διάφορα δάση και βουνά και συναπαντήσαμεν όφεις και δράκοντας μεγάλους, άλλους με μίαν κεφαλήν και δύο κέρατα και τέσσαρα πόδια, άλλους με δύο κεφάλια και με δύο πτερά και ένα με τέσσαρα κεφάλα, τετράποδον, ο οποίος επάλευε με λεοντάρι και άλλον είδαμεν με δύο κεφάλια, που επάλευε με μία τίγριν.

Κι αφτοί έρχουνται και μιλούνε για δικές τους ιδέες, που θαρρούν πως έχουνε, ας είναι ακόμα και μισές. Αστόχαστα φτωχά κεφάλια κι αφιλοσόφητη φιλοσοφία! Η μισή γλώσσα σε τι απάνω στηρίζεται λοιπόν, ως τώρα δεν το βλέπω.

Η Χαδούλα μετά χαράς έλαβε τα τέσσαρα φυτά εις τας χείρας, αλλ' όταν τα εκύτταξε, είδεν, ω φρίκη! ότι ήσαν τέσσερα μικρά κεφάλια ανθρώπινα νεκρικά . . . Ανεταράχθη, εσκίρτησεν, είπε «Κύριε Ιησού Χριστέ! . . . » Πάλιν απεκοιμήθη.

. . Και δεν είδε πια τίποτ'άλλο η Λιόλια γύρω της, ούτε τις μυρσίνες πούτανε στολισμένα τα κάδρα του Βασιλέα και της Βασίλισσας, του Διαδόχου και της Σοφίας, ούτε τις μικρές σημαίες που κρέμονταν απ’ το ταβάνι σε σκοινιά τεντωμένα, ούτε τα ζευγάρια, μασκαρεμένοι και αμασκάρευτοι μαζί, που χόρευαν την πόλκα, άλλοι στρωτή γερμανικά, άλλοι πηδηχτή γαλλικά, κι όλοι με τόσο πάθος και χτυπώντας απ' την πολυκοσμία τις πλάτες ο ένας απάνω στον άλλονα σαν ξαπολυμένες βάρκες σ' ανεμόδαρτο λιμάνι. . . Μόνο τα μάτια του Νίκου είδε που της έφεγγαν ως μέσα στο στήθος, σάμπως του χορού ο σκοπός κ’ η γλύκα να τους είχανε ρίξει μέσα σπίθες κρυφόχαρες κι αυτές να γινήκανε φλόγες ξεπεταχτές κι αγκαλιάστρες και φέγγος απαλό είδε το φέγγος των ματιών που την αγκάλιαζε κ' είδε και τα δυο τα χέρια να σιγοτρέμουν ανάερα για να την αρπάξουν. . και τους συνεπήρε το ρέμα το φρενιασμένο και ψυχοπλάνο του σκοπού του χορευτή -όπως ένας άνεμος ζεστός, περνώντας απ' το λιβάδι, ξεσέρνει τις γλυκειές τις πεταλούδες. . . Πώς χόρευ' η Λιόλια με το Νίκο !. . . . . Σαν κάνανε εκείνα τα λίγα βήματα «φεν-ντε-σιεκλ» στις στροφές, εκεί που γώνιαζε η σάλα, έπεφταν κ’ οι δυο μπροστά μ' όλο τους το κορμί, με τα κεφάλια κάτω, σα να θέλανε να γκρεμιστούνε χεροπιασμένοι σε μιαν άβυσσο ευτυχίας, σε μια θάλασσα, κάτω βαθιά, με κύματα γλαυκά και σαν αξύπνητα που μόνο το τραγούδι τους έφθανε ως απάνω. . . Πατ !-πατ !! πατ!!! χτυπούσε το πόδι του στα τρία βήματα τόνα πιο χτυπητό από άλλο, ο Νίκος, σαν το νέο το άλογο, από υπερδύναμη ζωή κι αβάσταχτη χαρά. . . κ’ έπειτα έκανε μια γλήγορη στροφή και γύριζε κατά πρόσωπο της Λιόλιας να τη δεχτή στο στήθος του.. . Κι αυτή έπεφτε απάνω του με μια κίνηση σα λυμένη, όλο πάθος και παράδοση, χυνότανε, μ' ένα σκέρτσο αλλοιώτικο, απ' το πλάι μ’ όλο το κορμί της και το στήθος μπροστά, το απαλό και ζεστό, που έπαλλε απάνω στο δικό του, μέσα στα χέρια του . . . Δε φορούσε σήμερα το στενό της το πολκάκι, η Λιόλια, με τη σειρά κουμπάκια: είχε βάλει τη φουστίτσα της τη σταχτιά από αλπαγά, κοντή-κοντή, μ' ένα ποκαμισάκι κρεμ μαλακόχυτο όλο σούρες, που της άφηνε το στήθος ελεύθερο, και στη μέση μια ζώνη μουσαμαδένια κι αυτή σταχτιά· και πίσω στα μαλλιά της είχ’ ένα φιόγκο από κορδέλλλα μεταξωτή σκούρη πορτοκαλλιά, πούκανε σα μιαν απόχρωση των μαλλιών της των καστανών που χρύσιζαν . . . Χρύσιζαν τα μαλλιά της μες τα φώτα σα μάλαμα παλιό ζεστόχρωμο και τα σγουρά τους ταναφυσούσε ο απαλόθερμος αέρας όπως η αύρα αναφυσάει τα ψιλόχορτα του κάμπου. . . Τα μάτια της έλαμπαν ! Ήτονε ροδοκόκκινη κ' ιδρωμένη σα νάτρεχε στους ήλιους κ' έτσι έμοιαζε ρόδο που ό,τι έχει ανοίξει μ' όλα του τα φύλλα ένα μεσημέρι του Απρίλη.

Σκεπαίνουν τα κεφάλια τους με περικεφαλαίαις 275 Από τα καρυδότζεφλα, και δυναταίς κ' ωραίαις. Κιαπέ με τέτια αρματωσιά, με πάτημα αντριομένο, Κινάν τη μάχη πνέοντας μ' αστήθη εγκαρδιομένο· Κοντά στη λίμνη σταματάν, και εκεί στρατοπεδεύουν· Και τον οχτρόν αντίκρια τους να ιδούν ογληγορεύουν. 280

Φάτε, μάτια, ψάρια, Κυρ-Λοχία μ'! ακούστη ξαφνικά μες από της Επιστασίας την πόρτα. Του Γέρο-Ντούντουνα η γελαστή φωνή, λες και τους ξύπνησ' από βαθύν ύπνο. Όλα εκείνα ταγριόμαλα κεφάλια που κολλημένα στα σιδερένια δίχτυα των παραθυριών, ξελιγωμένα εκαμάρωναν τη βεργολυγερή τη Σουλημοχωρήτισα αποκάτω κι άναφταν στου Κυρ-Λοχία τα καμώματα· όλα ανατινάχτηκαν στου Γέρο-Ντούντουνα το πείραγμα·

Ανακλάνιζαν τα κερατοφόρα τους κεφάλια πίσω στους παχύσαρκους σβέρκους τους. Εφούσκωναν διάπλατα, φοβερά πέρα δώθε τα ρουθούνια τους εφύσαγαν. Εμύριζαν τον αέρα απάνω θυμωμένα. Έτρεχαν όλα μαζωμένα, τριποδιστά κατά το μακελιό, μανακύλησην άγρια, με μανιακόν ποδοβολητό. Ανέμιζαν τα χώματα στο φοβερό τους δρόμο.

«Δόστε, Ιθακήσιοι, προσοχήν εις ό,τι θα σας είπω• πλειά σκηπτροφόρος βασιληάς να μη φανή κανένας 230 γλυκός, καλοπροαίρετος, και δίκαιος και πράος, αλλ' ας είναι σκληρότροπος και τ' άνομα να πράζη• αφού τον θείον Οδυσσηά κανένας δεν θυμάται εις τους λαούς, 'που βασιληά τον είχαν και πατέρα. ουδέ ποσώς ξενίζομαιτους ανδρικούς μνηστήραις, 235 αν κάμνουν έργ' αρπατικά μ' επίβουλη την γνώμη• ότι αν αρπάζουν τ' Οδυσσηά και τρώγουσι το σπίτι, παίζουν με τα κεφάλια τους και λεν 'π' αυτός δεν θά 'λθη. εις τον επίλοιπον λαόν αγανακτώ, πώς όλοι άφωνοι κάθεσθε, και ουδέ με λόγια καν κτυπάτε, 240 για να δαμάσετε οι πολλοί τους μετρητούς μνηστήραις».

Φαίνεται πως στη Μικρόπολη είχε μεγάλα κεφάλια πολλά. Άξαφνα διάβαζες πως ο τάδε μικροπολίτης είταν ο πιο περίφημος ιστορικός του κόσμου, ο τάδε πάλε πως είταν ο πιο τρομερός ποιητής που μπορεί κανένας να φανταστή. Άξαφνα διάβαζες και το εναντίο.

Βογκάει τ' αρμούτι το παληό... Ερρέκαξε ο Δερβίσης Απλώθηκε ταπίστομα κι' ακόμα με τα νύχια Κρατεί σφιχτ' από τα μαλλιά τα δυο του τα κεφάλια. — Μήτρε, μην επαράδραμα; — Μεςτη ραφή, Διαμάντη, Του ξήλωσες τα καύκαλα. — Τάνοιξες τρίτο μάτι Για να διαβαίνη θαρρετά, να περβατήτον Άδη. — Μήτρε, μ' αρέσει να μ' ακούς... κ' εγώ το θάνατό του. Λυσσομανάει η αρβανιτιά τριγύρωτο κουφάρι.