Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025
Καράβια κάθε λογίς εκατέβαιναν με ολοφούσκωτα πανιά βαρυφορτωμένα· ανέβαιναν άλλα αδειανά από τα Μπουγάζια· και βαπόρια με τον μαύρο τους καπνό και τις βροντερές σφυριγματιές ανεβοκατέβαιναν. Απάνω από το κεφάλι μας επετούσαν σύγνεφα πουλιά, του ανέμου ταξειδιώτες πλέον ευτυχισμένοι και ανάσταιναν τον αέρα με χαρούμενο κελάδημα.
Δίπλα η θάλασσα λίμνη ακύμαντη απλώνεται ως τα ουρανοθέμελα· εμπρός η γη ανθοσπαρμένη μοσχοβολά. Και όμως η ακρογιαλιά του δείχνεται πλατύ νεκροταφείο από άκρη σε άκρη. Κάθε της βράχος κ' ένα νεκροκρέββατο. Τριγύρω φθορά και μούχλα. Καράβια κομματιασμένα, βαρκούλες μισοσπασμένες, σχοινιά, κατάρτια, φιγούρες, πανιά, εικονίσματα, παδέλες, πιάτα, λιβανιστήρια, πυξίδες, χρυσόξυλα.
Ήθελε να μου δείξη τα ναυάγια, τους κινδύνους, τους κόπους, ζηλιάρα στην αγάπη της. Έβριζε τη θάλασσα, την εψεγάδιαζε, την εκαταριόταν λέγεις και της ήταν αντίζηλος. Του κάκου! Ούτε οι κόρφοι, ούτε τα φιλιά της μ' έδεναν πλέον. Όλα μου εφαίνονταν άνοστα· και το κρεβάτι ακόμα. Ένα ηλιοβασίλεμα που εκαθόμουν συλλογισμένος στο ακρωτήρι, βλέπω αντίκρυ μου μια φρεγάδα με γιομάτα πανιά.
Κι' ο ένας κι' ο άλλος είχανε πολλά ιδεί και πολλά πάθει. Κι' όταν το καράβι θάνοιγε πανιά από το Σουρινάμ για την Ιαπωνία περνώντας από το ακρωτήριο της Καλής-Ελπίδας,θάχανε καιρό να συζητήσουνε σε όλο τους το ταξίδι για το φυσικό και ηθικό κακό.
Και αφού επέρασεν αρκετή ώρα, είδα και εβγήκεν ο γέρων και οι σκλάβοι· και αφού εσκέπασαν την θύραν του υπογείου με την σχάραν και αφού έρριξαν απ' επάνω χώμα, ανεχώρησαν εις το πλοίον τους· και μη βλέποντας τον νέον να έβγη μαζί τους εσυμπέρανα ότι τον άφισαν εκεί μέσα· και αφού το πλοιάριον έκαμε πανιά και απεμακρύνθη αρκετά, εγώ περίεργος να ιδώ τι ήτον εκείνο το φαινόμενον, κατέβην από τα δένδρον, επήγα εις εκείνο το μέρος έβγαλα το χώμα, άνοιξα μίαν σιδηράν θύραν και βλέποντας μίαν σκάλαν έως είκοσι σκαλίδια, κατέβην έως κάτω και εκεί βλέπω ένα υπόγειον εύμορφα κατασκευασμένον με θόλον και καμάρες, φωτισμένον με διαφόρους λύχνους και λαμπάδας, στρωμένον με ωραίους τάπητας και μαξιλάρια και τον νέον εκείνον καθήμενον με ένα βιβλίον εις τας χείρας ο οποίος ως με είδεν εφοβήθη.
Και έτσι λέγοντας με φέρνει εις ένα λουτρόν διά να λουσθώ· και ωσάν απολούσθηκα, βλέπω τέσσαρας σκλάβους, δύο από τους οποίους, είχαν πανιά άσπρα διά να με σφουγγίσουν, και οι άλλοι δύο ήλθαν και με ένδυσαν με πλούσια φορέματα, και με ένα καλόν φακιόλι· εβγήκα από το λουτρόν με θαυμασμόν μεγάλον, μην ηξεύροντας ποίος θα ήτον εκείνος που είχε προστάξει να μου γένουν τόσες περιποιήσεις, και ερωτούσα συχνά τον ευνούχον διά να μου τον φανερώση, ο οποίος άλλο δεν μου έλεγε, παρά διά την ώραν δεν είναι τρόπος να σου το φανερώσω, επειδή και έχω έτσι προσταγήν να ακολουθήσω, και μου κακοφαίνεται που διά τες ώρες ευρίσκεσαι εις αυτήν την ανυπομονησίαν, όμως την ερχομένην νύκτα θέλεις μάθει εκείνο που επιθυμείς.
Οι ναύτες όλοι στην πλώρη συναγμένοι είχαν εμπλεχθή χεροπόδαρα και άλλος ετριβόταν στη ράχη του ενός, άλλος έβανε στα σκέλια του άλλου το κεφάλι, άλλοι επάλαιβαν, άλλοι εκυνηγούνταν. Το σώμα τους μαθημένο στην ενέργεια δεν ημπορούσε να μείνη τόρα στην ακινησία. Είδα πως ο Ανέστης είχε διάθεσι και ηθέλησα να τον σηκώσω αποκεί. — Έλα, του λέγω, ν' ανοίξουμε τα πανιά να λιαστούν σήμερα.
Γιατί άξαφνα εχύθηκεν από το βουνό της Μήλου μ' έναν ξερό και αδιάκοπο πάταγο σαν να εδιάβαινε από απέραντον καλαμιώνα το πουνεντογάρμπι, εκεφάλωσε τον Γρέγο και μας εξώρισεν ευθύς κάτω από την Κίμωλο. Ο καπετάν Κρεμύδας μόλις εσυνήρθε στον πάταγο κ' επρόσταξε να κατεβάσουμε τα πανιά. Μα ώστε να το ειπή εξεθύμανεν ο καιρός και σε λίγο έπηξε η θάλασσα κ' έγινε λιμνοστάσι.
Άλλες βάρκες, μέσα στην αυγινή κάλμα, με τα πανιά κρεμασμένα, μάταια πασχίζανε να βρούνε τον καιρό, αργοσαλεύοντας εδώ κ' εκεί στη θανατερή γαλήνη, μακραίνοντας με ράθυμα κουπιά κατά τανοιχτά και καρτερώντας με λαχτάρα ένα καλόβολο σαγανάκι, μέσα στο πηγμένο πέλαγο.
Τέλος έκανα καραβάκια, και καραβάκια περίτεχνα τόρα, με κατάρτια πριναρίσια με παλαμάρια και πανιά και με την πύρινη φαντασία μου που το έκανε μπάρκο τρικούβερτο. Εγύρισα πάλι στα πρώτα χρόνια μου. Η Μαριώ μ' έβλεπε κ' έκανε τον σταυρό της. — Παναγία μου, παλάβωσε ο άντρας μου! έλεγεν ανήσυχη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν