Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025
Ο κουμπάρος Σταθαρός ευχαριστηθείς τον εφίλευσεν ολίγα αυγά, μίαν μυζήθραν, και ο μπάρμπα-Διόμας επιβιβάσας τον πώλον, έλαβε τας κώπας, και έστρεψε την πρώραν προς τον λιμένα. Απεμακρύνθη, έκαμε πανιά, και διανύσας υπέρ το έν μίλιον, απείχεν εξ ίσου σχεδόν του Τσουγκριά και της πολίχνης.
Τα πουλιά τραγουδούσαν αδιάκοπα μέσα στα φύλλα, άλλα την ημέρα κι' άλλα τη νύκτα στο φως του φεγγαριού, και οι κάτασπροι κύκνοι ταξίδευαν αργά και καμαρωτά, σαν μικρά καραβάκια μ' απλωμένα πανιά απάνω στις λίμνες.
Και απερνώντας δύο ημέρες εμβήκαν εις το καράβι οι δύο με μίαν σκλάβαν και κάνοντας, πανιά αρμένιζαν με πολλά ευτυχισμένον αέρα.
Αφήσαμε όλοι το πανιά κ' επήρε καθένας τη θέσι του. Ο Μπαρμπατρίμης εγύρισε τη γολέτα από την Ερημόμηλο κατά τα Γερακούνια. Ήταν επικίνδυνο το μέρος γιατί έχει ρέματα ορμητικά κ' εύκολα ημπορεί να σε ξεπέση. «Ερημόμηλο ξεπέσης Γερακούνια καταντάς», έλεγαν οι παλαιοί. Μα ο γέροντας είχε στιβαρό κ' επιδέξιο χέρι. Όταν εχούφτωνε το τιμόνι λαχτάρα το έπιανε.
— Ναι· τόρα, πού τους χαμπαρίζομε πια!. . . . Τα δελφίνια μας οι Σπετσονυδριώτες, 'στον έκαμαν τον Τοπάλη, που 'ς την Αλεξάνδρια 'πήρε το φύσημά του· τα προιάρια του Γιουσούφ τάστειλαν 'ς τ' ανέμου τη μάνα· ο Κιουτάγιας έπεσε 'ς τα μαύρα πανιά. . . Μωρέ τι τραβάνε!. . . — Αλήθεια!. . .
Μα εκρέμονταν όλα κάτω παραλυμένα και μόνον τα μπρούλια τους ανάδευαν καμμιά φορά, σαν φιδάκια έτοιμα, να φάνε τα κεφάλια τους. Οι σκότες εκρέμονταν κ' εκείνες παράλυτες στα χέρια των ναυτών που άδικα προσμένουν ν’ ακούσουν την προσταγή για να γυρίσουν τα πανιά στον άνεμο.
Τακολουθούν τα κύματα... Η νεκροσυνοδεία Σένα καράβι σταματά... Του μάρτυρα τα πόδια Χτυπούν τη πρύμμη μια φορά... χτυπούν πάλαι την πλώρη Ετρύξανε η ξυλοδεσαίς ... Ξυπνούν ... τον ανεβάζουν Εμπρός του γονατίζουνε... Ο πρωτοσύγκελλός του Τόνε γνωρίζει... του φιλεί το μέτωπο, τα χέρια... Σηκόνουνε το σίδερο... Με τα πανιά απλωμένα Σχίζει την άβυσσο ο νεκρός 'ς το ξυλοκρέββατό του...
Μαύρο σαν χούφτα χώμα, επετούσε στον ωχρόν αιθέρα αργά — αργά, λέγεις κ' εφρόντιζε να μη χαθή από τα μάτια μας και πότε εστριφογύριζε στη γολέτα, πότε εδιάβαινε σαΐτα ανάμεσ' από τα πανιά κ' εχώνευε στις στραλιέρες κ' εκαβαλίκευε τον τρίγκο κ' εδιάβαινε κάτω από τα κουρταλατσίνια κ' εκαθόταν στον έξω φλόκο· και άξαφνα με φωνές και φτεροκοπήματα επηδούσε πάλι μέσα, εκατέβαινε στο φλις, ερροβολούσε στη μπούμα· και αποκεί ρίχνοντας άλλη φωνή, εξανάρχιζε το παράδοξο κλωθογύρισμά του.
Έπινε σπίρτο εις έν παντοπωλείον της ναυτικής συνοικίας, προς το άκρον του χωρίου. Και ότι η σκούνα του δεμένη εις την Στένην, εις το Κατάστενον του Βοσπόρου, με σάπια ξάρτια και κουρελιασμένα πανιά, ξεβαμμένη, με ξεθωριασμένο το άσπρο μπουρδό της, ήτον κατασχεμένη ίσως. Αυτά διελογίζετο έως ου ξεδιπλώση την επιστολήν.
Είχαμε πρύμο τον καιρό· τα σημάδια καλά. Η «Παντάνασα» φορτωμένη ως τα μπούνια με τ' αμπάρια σφιχτοσφαλισμένα, τα πανιά γιομάτα έφευγεν ίσκιος απάνω στο πρασινόγλαυκο κύμα. Τα δελφίνια έτρεχαν κ' εκείνα μαζί μας. Οι γλάροι σύγνεφο έσκουζαν ολόγυρα. — Τα Μπουγάζια! εψιθύρισεν ο καπετάνιος ένα πρωί.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν