Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025
Αχ, δε θα την ευλογούσαν αυτήν, παρά θα την κύτταζαν άγρια σαν τον Παππά-Βουλέτη!. . . Μα δεν έβλεπε τίποτα, παρά τους τοίχους άσπρους σεντόνι. . . Μία στιγμή μονάχα της φάνηκε πως είδε μια μαυροφόρα με το χρυσό το στέφανο πίσω απ’ το κεφάλι σε μιαν άκρη του θόλου, πάνω από’να φεγγίτη, που την κύτταζε αυστηρά και το πρόσωπό της ήτον κάτασπρο κι ασάλευτο σαν της νεκρής της Βεργινίας. . και την έκοψε κρύος ίδρωτας. . κ' έρριξε πάλι τα μάτια της στο βάθος του ιερού, μέσ' απ’ την ανοιχτή Πύλη τον τέμπλου κ' είδε την Παναγία που την κύτταζε -αυτή και ο μικρός Χριστός-με απερίγραπτη λύπη. . . Μια ματιά ήτον πάλι κι αυτή του φεγγαριού πίσω απ’ τα σύννεφα τουρανού της ψυχής της. . . Βγήκαν απ’ την εκκλησία, άντρας και γυναίκα πια ο Νίκος κ' η Λιόλια, και κατέβηκαν το βουνάκι και μπήκαν όλη η συντροφιά μαζί σ'ένα ξενοδοχείο της οδού Πατησίων κ’ έφαγαν ο καθένας ό,τι ήθελε, μ’ έξοδα του κουμπάρου του Περικλή. . . Έπειτα χωρίσανε στην Ομόνοια απ’ τη θεια Ελέγκω, που ήταν όλο ευκές και δάκρυα, και συντροφεμένοι από τους δύο νέους, το καινούργιο αντρόγυνο, γυρίσανε μέσα στην κάψα του απομεσήμερου, ντάλλα καλοκαίρι, στη Γαργαρέτα, στο σπίτι τους, στην κάμαρη της Βεργινίας τη φρικτή- . . Και ξανάκλεισαν πάλι τα σύννεφα μπρος απ’ το φεγγάρι της ψυχής- Στους εφτά της μήνες, εκεί πούπλενε η Λιόλια πεσμένη απάνω στη σκάφη, την έπιασαν άξαφνα οι πόνοι.
Από την άλλη μεριά του συμπλέγματος ο Ενάρετος Έρως με φτερά μαζωμέν' από τη λύπη προτείνει τη σαΐτα σ' έναν ολόκληρο λαό του ρουμανιού, που σιμώνει, από φαύνους, κριούς, τράγους, σατύρους και σατυρομάννες, που σφίγγουν τα μικρά τους δυνατώτερα με τα τρεμάμεν' από το φόβο τους χέρια, που όλοι μαζί τρέχουν απ' αριστερά μέσα σ' ένα βαθουλό δρομάκι ανάμεσα στο προσκήνιο κ' ένα βραχώδη τοίχο, που στα ριζά του μια βρύση χύνει απ' τον κρουνό της λυπητερά νερά.
Και βλέπω τώρα την ωραιότερη ύπαρξι που γέννησε ποτέ γυναίκα. Θλιμμένη σε γέννησα. Θλιβερή είναι η πρώτη γιορτή που σου κάνω. Εξ αιτίας σου είμαι περίλυπη μέχρι θανάτου. Κ' έτσι, αφού, γεννήθηκες με τη λύπη, τόνομά σου θε είναι Θλιβερός, Τριστάνος». Είπε αυτά τα λόγια, τον εφίλησε, και μόλις τον εφίλησε πέθανε. Ο Ρόχαλτ ο Πιστός πήρε το ορφανό.
Από σένα αυτό. . . Εγώ. . . Δημήτριε!. . . Να πάρη η κατάρα!.. Από σένα αυτό δεν το περίμενα!. . . Γραφτό ήταν τη χάρι πού σώκαμα — Α! θα μου το πληρώσης — της Θεσσαλίας Έπαρχον όταν σε ονομάτισα, τώρα να μου την αποδώσης έτσι. . . ΑΓΙΟΣ ΔΗΜ. Δεν αποστάτησα από τον ευεργέτη μου. Τον μυτριτό να κάνω ζητώ, λιγάκι λύπη στην καρδιά του να αισθανθή για τα παιδιά του.
Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Πριν μάθουμε, — ΚΡΕΟΥΣΑ Ποιά είδησι λοιπόν να μάθω πρέπει; Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Αν ίσως και ο άνδρας σου θα μοιρασθή μαζύ σου τη λύπη, ή μονάχα εσύ θα βγης δυστυχισμένη. ΧΟΡΟΣ Σε κείνον έδωκε παιδί, ω γέροντα, ο Λοξίας, κ' είνε μονάχος του ευτυχής χωρίς κι' αυτή να ήνε. ΚΡΕΟΥΣΑ Αυτά που είπες φθάνουνε να βαρειαναστενάζω για το μεγάλο το κακό.
— Ειπέ της μάννας σου, είνε φόβος μην πεθάνη ο Θανάσης, κ' ύστερα το πένθος θα μας κάνη ν' αναβάλλουμε τα στέφανα. . . . Κ' εγώ θα πω του Θανάση, πως είνε φόβος μην πεθάνη η μητέρα σου, κι' από τη λύπη μας θ' αναγκαστούμε ν' αναβάλλουμε το γάμο για του χρόνου. — Έννοια σου! . . . είπε μετ' αληθούς θαυμασμού ο γαμβρός. Ο Θανάσης ενέδωκεν εις το επιχείρημα της αδελφής του.
Όταν είδε ποιος είμαι, και τι βάσανα υπέφερα και λύπαις, 'ς την αγκαλιάν μου χύνεται και ταις φωναίς αρχίζει, ωσάν να θέλη με φωναίς τους ουρανούς ν' ανοίξη, και πέφτει 'ς τον πατέρα μου επάνω, και μου λέγει τα όσα εδοκίμασεν ο Ληρ, κι' αυτός μαζί του, οπού δεν ήκουσεν αυτί ακόμη τέτοια πάθη! Και όσον μου τα έλεγε τον έσφιγγε η λύπη και της ζωής του αι χορδαίς επήγαιναν να σπάσουν.
Η Γκριζέντα μου έχει ρέψει. Εκείνος δεν την θέλει να βγαίνει από το σπίτι, να πάει να δουλέψει, και αν την δει να κάθεται στο κατώφλι της λέει να μπει μέσα, και όταν η Γκριζέντα παραπονιέται της λέει: «Για χάρη σου θα κάνω να πεθάνουν οι θείες μου από λύπη και κυρίως η θεία Νοέμι». Δεν λέει τίποτε άλλο επειδή είναι καλός και έχει καλή ανατροφή, αλλά τα λόγια αυτά είναι σαν το φαρμάκι που τρώει τα σωθικά αθόρυβα.»
«Αν κι' από πολλά χρόνια είχα μάθει τους σκληρούς θανάτους, πώχουν γείνει στο σπίτι μου, κι' ο Γιατρός-Καιρός έχυσε το σωτήριο βάλσαμό του στες ανοιγμένες πληγές της καρδιάς μου, πάλι δεν μπορούσα να μην αιστανθώ, άλλη μια φορά, όλη τη λύπη ακέρια, για τον παράκαιρο χαμό των πολυαγαπημένων μου. Τα δάκρυα μου πλημμύριζαν, σαν ποτάμια, και πάσκιζαν να με πνίξουν, αλλ' άμα έρριχνα τα μάτια μου στη μάννα μου, που τα γεράματά της, κι' η μητρική της λαχτάρα μου φυσούσαν άγιο σέβας, στη θυγατέρα μου, που η αγάπη της, κι' η δροσερή της νιότη φύτευαν στη ματωμένη μου καρδιά την πλειο γλυκύτερη χαρά και την πλειο μεγαλύτερη ελπίδα, και στην αδερφή μου και στο γαμπρό μου, που η αγάπη τους, και η ειλικρινή τους έγνοια μ' έκαναν να γεμίζω παρηγοριά, σταματούσαν τα δάκρυα μου και σκορπούσε ο πόνος μου, σαν πως σκορπίζονται τα σύννεφα στον ουρανό, όταν φυσάη ο δυνατός βοριάς. Πάντα το Τώρα νικάει το
Επίσης δε δεν φαίνεται ότι είναι ορθόν και αυτό, το οποίον λέγουν περί του αντιθέτου. Δηλαδή δεν λέγεται ορθώς, ότι, αφού η λύπη είναι κακόν, θα είναι η ηδονή αγαθόν. Διότι ημπορεί να αντιτίθεται και κακόν προς άλλο κακόν, και τα δύο κακά προς κάποιον ουδέτερον, και πάλιν, ημπορεί αυτοί οι λόγοι να μην είναι εσφαλμένοι και όμως να μην εφαρμόζωνται εις αυτά που είπαμεν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν