United States or Kenya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τράβαε και τράβαε κι’ όλο μπροστά τραβούσε, Καβάλλα απάνω στο θεριό, που ρυάζουνταν με λύσσα. Κι’ έβγαζαν τα ρουθούνια του φωτιά, καπνό και λαύρα, Και παίρναν τα βουνά φωτιά και καίγονταν τα δέντρα.

Ένα σπερνό που αράδιαζε τέτοιους καϊμούς στ' αστέρι Ο ερωτεμένος ο βοσκός γερμένος στο ραβδί του Κ' έκρυβε στα δυο χέρια τον τα μάτια του που κλαίγαν, Από του λόγγου τα δεντρά προβαίνει ξάφνου η Χρύσω, Του αφεντικού του η μοναχή κι' αμάλαη θυγατέρα.

Κατά τες δυτικές οχθιές της, που ανάμεσ' απ' αυτή κι από σειρά χαμηλών βουνών απλωμένων από βορριά σε νότο σχηματίζεται μια μικρή κοιλάδα, στενή λουρίδα, που ανταμώνει τον πέρα με τον δώθε πλατύκαμπο, συμπυκνώνεται η πόλη του Γιαννίνου σε μεγάλο άπλωμα, με τα βυζαντινά κι αληπασαλήτικα κάστρα της, χωμένα μέσα στη λίμνη, με τους στενούς και λιθόστρωτους δρόμους, τα παλιά σπίτια και σαράγια, τα μπεζιστένια, τες εκκλησιές και τα σκολιά, με τες πυκνές σκεπές και τα πολλά δέντρα και με τους δεκαοχτώ ψηλούς μιναρέδες της, που με περίσσιο θράσο πετιούνται απάνου από κάθε χτίριο και κάθε κλαρί κι οπού τα κατακίτρινα μεσοφέγγαρά τους αστραποβολούν στον ήλιο.

Χαίρονταν που ξαναϊδώθηκαν, ελυπόνταν όταν χωρίστηκαν, επονούσαν, κάτι ήθελαν, δεν ήξεραν τι θέλουν. Τούτο μονάχα ήξεραν: ότι τον έναν τον αφάνισε το φιλί και την άλλη το λουτρό. Τους ξάναβε όμως περισσότερο κ' η εποχή. Άνοιξης ήταν πια τέλος κι' αρχή του καλοκαιριού κι όλα στον καιρό τους· τα δέντρα γεμάτα καρπούς, οι κάμποι όλο σπαρτά.

— Ο σχωρεμένος ο Βαργένης το έκοψε . . . μα κ' εκείνος δεν είχε κάμει νισάφι με το τσεκούρι του· όλο θεώρατα δέντρα, τόσα σημαδιακά πράμματα . . . Σαν τώκοψε κ' ύστερα, δεν είδε χαΐρι και προκοπή. Αρρώστησε, και σε λίγαις μέραις 'πέθανε . . . Το Μεγάλο Δέντρο ήτον στοιχειωμένο. Γεννήσατε; — Σπαργανίσαμε, συντέκνισσα.

Ανθίζουν οι μυγδαλιές, βλαστάνουν τα δέντρα, ξανανιόνουν τα πουλιά, γελά η φύση, αγάπη μεγάλη χύνεται και πλημμυρίζει όλη την εξοχή. Τα λιοστάσια αφίνουν το χειμωνιάτικο σταχτή χρώμα τους, πρασινίζουν κι αχτινοβολούν στον ήλιο, τα σιτάρια υψόνονται, το χορτάρι και το τριφύλλι μεγαλόνει, η δροσιά το λούζει, από μαργαριτάρια γεμίζει ο κάμπος.

Λιόλια μου! Τo Νίκο δεν έπρεπε να τον ξεχάσης, αφού έτρεχες να μη σε πιάση, κι ούτε να του φωνάξης κρυμμένη μες τανθινό σου άντρο: -Ελάτε, Κύριε Νίκο! να κόψετε μερικά κλαδιά να πάρωμε μαζί μας ! Κ' έφθασε ο Νίκος, σχεδόν προτού καλά-καλά ναποτελειώση το λόγο της-ο Νίκος που μια δύναμη θεϊκή, βγαίνοντας απ’ τα έγκατα του κορμιού του, μα και συνάμα ερχόμενη απέξω του, τον έσπρωχνε, αμάχητη, λες και τον τραβούσε απ’ τα μαλλιά με μια γλυκειά οδύνη λιγωμένη που τούλυνε τα μέλη, μα και τούδινε μιαν υπερδύναμη φτερωσιά, αλλόκοτη, άγνωστη ως τα τώρα, αλάλητη, υπέργεια . . . Έφθασε ο Νίκος και παραμέρισε κι αυτός τα βάτα και πήγε κάτω απ’ τις μυγδαλιές . . και μόλις βρέθηκε κάτω απ' τον άνθινο θόλο, ξέχασε κι αυτός όλον τον άλλο κόσμο: και την κάμαρη της αρρώστιας την πνιγμένη από τον πόνο, και τασπρισμένα μάτια της Βεργινίας και τον εαυτό του ακόμα-και δεν είδε άλλο μπροστά του, παρά τη λαχτάρα του πούχε ανθίσει και γλυκοτραγουδούσε. . κι αγκάλιασε τη λαχτάρα του και κυλίστηκε μαζί της στο λουλουδιασμένο στρώμα. . . Τι φωνή ηδονής και φρίκης ήτον αυτή πούσχισε τον ήσυχο αθέρα!. . . Ίσαμε πού νακούστηκε !. . . Και γιατί νακουστή, αφού πνίγηκε μες τα φιλιά που αιμάτωσαν τα χείλια σαν τις ανεμώνες ; Και βούιζαν οι μέλισσες πεσμένες απάνω στα ανθισμένα χιόνια σα νάταν τα δέντρα όλα μαζί μια θεόρατη κυψέλη . . κ' έσμιγαν οι μυγδαλιές τανθόφυλλά τους, τα διάφανα σαν από μετάξι, τόσο κοντά τόνα μες τάλλο που έκαναν έναν πηχτόν τοίχο πιο αδιαπέραστο κι απ' των φρουρίων την πέτρα για την ευδαιμονία των ανθρώπων. . και το μύρο των ανθών είχε μεθύσει τον αέρα και τον κρατούσε σε μια νάρκη, ασάλευτο σαν κάποιο χαμόγελο απάνω στο λαχταριστό στόμα μιας παρθένας κοιμισμένης. . . Μια ξαφνική ανατριχίλα πέρασε πάνω απ' τάσπρα λουλούδια τρομάρα ή αναγάλλιασμα;. . και μια βροχή απ’ανθόφυλλα έπεσε μαλακά: να σκεπάση με μυρωμένο χιόνι τους δυο ανθρώπους που τους είχε πάρει η Μοίρα τους στην αγκαλιά της Ο ήλιος είχε βασιλέψει.

Οι γυναίκες, σπλαχνικές, έφερναν μεγάλα πιάτα με κρέας και ψωμί στους δυο ζητιάνους και μόλις ο τυφλός άκουγε το σύρσιμο των βημάτων τους επάνω στη χλόη ανέβαζε τη φωνή και άρχιζε τις ιστορίες του. «Μάλιστα, υπήρχε ένας βασιλιάς που έβαζε να λατρεύουν τα δέντρα και τα ζώα, ακόμη και τη φωτιά.

Ο κόσμος χόρευε και έπαιζε μουσική, το ηλιοβασίλεμα έβαφε τριανταφυλλί το καμπαναριό, τις στέγες, τα δέντρα τριγύρω. Από την εκκλησία έβγαιναν ψαλμωδίες δοξολογίας που συνόδευαν τη χορευτική μουσική, και μια μοσχοβολιά από λιβάνι που μπερδευόταν με τις μυρωδιές των περιβολιών. Όσο όμως και αν έψαξαν, δεν βρήκαν τον ψεύτικο άρρωστο στην αυλή, ούτε στην εκκλησία ή στους δρόμους τριγύρω.

Νομίζω πως κ' η γυναίκα μου, ένα διάστημα τουλάχιστο, μοιραζότανε το αίστημά μου. Γιατί από κείνη χυνότανε αυτός ο αδιάκοπος χείμαρρος της ευδαιμονίας. Είχε γυρίσει αλήθεια στη ζωή, αιστανότανε τον εαυτό της καλά, ζούσε κάτω από μεγάλα παλιά δέντρα και μέσα σ' ένα πλήθος λουλουδιών. Είχε όλους μας τριγύρω της και τίποτε δεν ενοχλούσε τη γαλήνη της.