United States or Bahamas ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σαν έφεξε δευτέρα κι ο κόσμος ξεκινούσε να πάη στη δουλειά του, δεν περνούσε πια το δρόμο με το καλάθι η Ασήμω καθώς πάντα, να τραβήξη κατά τα δέντρα, νανταμώση συντρόφισσες, και να κόβουνε και να ράβουνε διαβαίνοντας. Αλλού ταξίδευε τώρα ο νους της. Έπρεπε τώρα να σκαρώση νοικοκεριό, να διαρμίση το σπιτικό της, να βαστάξη και κάποια θέση. Κομμάτι και το βαρύ, να την ψηφάη κι ο κόσμος.

Διωργάνωσα αυτό το γεύμα εδώ μέσα στα δέντρα, ύστερα το αποβέγγερο ως που να περάση αυτή η νύχτα. Τώρα θα βάλω τα δυνατά μου να καταφέρω τον Τάσσο να φύγη με το πρωινό βαπόρι. Αν τα καταφέρωμε ως το τέλος, πάει καλά. Ειδεμή ο Θεός βοηθός. ΒΕΡΑΣας θαυμάζω, γιατρέ. Δείχνετε πως είσθε ένας σπάνιος φίλος. ΜΙΣΤΡΑΣΤο καθήκον κάθε ανθρώπου, κοκώνα μου .. .

ΒΕΡΑΤάσσο, είναι κακό αυτό πού κάνεις. Σε παρακαλώ, μη! Είμαι άρρωστη, με σκοτώνεις. Έλα, Βέρα, να ξαναγυρίσουμε στην παλιά εξοχή, που μας πρωτοείδε να περπατούμε χειροπιασμένοι κάτω από τα μεγάλα δέντρα. Έλα. Θα σου δείξω ακόμη ένα μονοπάτι που δεν το περάσαμε. Θυμάσαι τη ρεματιά που κατρακυλίσαμε μια φορά, κρατημένοι από τους θάμνους; Είχαμε φτάσει ως τη μέση.

Το ποτάμι μ' ορμή κατεβάζει, Αφρισμένο τα όρια πηδάει· Τα νερά του αμπομένα σε πλήθος Θαλασσόνουν των κάμπων την όψη. Ω, τι θιάμα! απορόντας φωνάζουν τα Ψαράκια τι θιάμα μεγάλο! Σιάδια κι' όχτοι και σπίτια και δέντρα Σ' ένα πέλαγο κείτουνται όλα. Ήρθε, ήρθε ο καιρός ο δικός μας· Κατοικιά μας εγίνηκε ο κόσμος. Τι λες, Μάνα, ο φόβος να λείψη, Ή θελά βρης σαν πρώτα υποψίαις.

Δεν παρατήρησα πως μεγαλώσανε, πως το χιόνι έσταζε από τις στέγες και πως τα δέντρα του πάρκου αρχίσανε να φουσκώνουν. Με λυπούσε πολύ πως ο χειμώνας δε βάσταξε περσότερο, για νανάβουμε νωρίτερα τη λάμπα και ναρχίζουνε τα βράδια μας προτήτερα. — Παρατήρησες, μου είπε η Έλσα ένα πρωί, πως έγινα φαιδρότερη από πριν και πως δεν κλαίω πια; Το είχα παρατηρήσει.

Που μαγειρεύω τες οχιές και τες μονομερίδες, Και καταιβάζω από ψηλά τη νύκτα το φεγγάρι, Και το χτυπώ, σαν άργανο, το δέρνω, σαν παιδάκι... Έχω στη διάτα μου πολλούς κι’ αμέτρητους διαβόλους, Δαιμόνους και ισκιώματα και κατσιποδιαραίους Και βάνω τους, σα δούλους μου, σαν υποταχτικούς μου, Κι’ αναμοχλεύουν τη βουνά και ξερριζόνουν δέντρα Και κάνουνε τη τρίσβαθη, τη θάλασσα άνω-κάτω... Ρίχνω στ’ αστέρια και μπορώ να μάθω ό, τι θελήσω, Κι’ ό, τι κρατάει κάθε καρδιά στα φύλλα της κλεισμένο... Βάνω στον κρύον κόρφο μου και κατοικούνε φείδια Και μέσα εκεί γεννοβολούν κι’ εκεί κλωσσολογούνε Και βγάζουν τα φειδάκια τους και κάνουν τα μικρά τους... Μαγεύω χώρες και χωριά, μαγεύω πολιτείες, Την αρμυρή τη θάλασσα, τους τέσσερους ανέμους... Μαγεύω τα τρεχούμενα νερά και σταματούνε, Τα ψάρια και δεν κολυμπούν, τ’ αλάφια και δεν τρέχουν, Του αγέρα τ’ άγρια πουλλιά και δεν πετούν τ’ αψήλου, Τ’ αηδόνια και βουβαίνονται, τες βρύσες και στειρεύουν.

Τα δέντρα με τους κορμούς τους μεγάλους, θ' απλόνουν τα νιοβλάστητα μικρά κλαράκια τους και θα σε χαϊδεύουν μαλακά στο διάβα σου, τα μυρμηγκάκια στο χώμα θα τα πατή το πόδι σου τ' ανάλαφρο, και δε θα τα σκοτόνη· το χορτάρι θα σου φιλή και θα σου γαργαλάη το δαχτυλίδι της όμορφης γάμπας σου και συ θα μου γελάς ευτυχισμένα.

Ξέρεις, μια βδομάδα τώρα καθόμουν απ' τη φράχτη μας κ' έβλεπα την καλλιέργεια πούκανε. Μα τι έκανε; Την κακή του ημέρα. Δέντρα, δέντρα, δέντρα· τον αποδάσωσε τον τόπο. Και τι; όλα ανάκατα, φύρδηνμίγδην. Σήμερα λοιπόν δε βάσταξα! Να χαθή, είπα· ας πάω να τον συμβουλέψω. Τι θα είπη πως μου πήρε το χτήμα· αύριο πάλε το παίρνω. — Σωστό· εψιθύρισε ο Δημητράκης σοβαρά.

Η φύση, στολισμένη με όλη της τη λάμψι, εσκορπούσε τριγύρω τα μαγευτικά της δώρα με μεγαλοπρεπή αφθονία. Εγελούσαν όλα· και τα βουνά και οι κάμποι και τα περήφανα δέντρα και η ταπεινή χλόη και η λίμνη η ακίνητη και το νερό το τρεχάμενο, όλα ηλιόλουστα, περίλαμπρα, γεμάτα ζωή.

Μα εκείνο δεν αποκρίθηκε καθόλου, μόνε, αφού στάθηκε κοντά μου, γλυκογελούσε πολύ και μου πετούσε σμέρτα και δεν ξέρω πώς με γήτευε ώστε να μη θυμόνω πια. Παρακαλούσα να σιμώση χωρίς να φοβάται πια τίποτε κι ορκιζόμουνα στα σμέρτα, πως θα το αφίσω, αφού του χαρίσω μήλα και ρόιδια, κι ότι θα του δώσω την άδεια να τρυγάη τα δέντρα και να κόβη τα λουλούδια, αν μου δώση ένα φιλί.