United States or Marshall Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτοί 'ςτή βρύση του Ζαβογιάννη κι εμείς 'ςτού Τρίκκα. Μια τουφεκιά τόπον αλάργα. Μέσ' του Τρίκκα, τα σύγνεφα μας σκέπασαν τον ήλιο και βαθιά αχολόγησε μια βροντή. Όσο μας δρόσισαν τα σύγνεφα που μας ίσκιωσαν από το λιοπύρι, τόσο μας φόβισε η βροντή. Σηκώθηκε κι' έν ανεμόχολο δυνατό ξάφνου, που τύλιξε μεσουρανής τον κορνιαχτό κ' επάσχιζε να ξερριζώση τα δέντρα.

«Στο ποτάμι, πούναι κάτω από το χωριό μου, πότισα, διαβαίνοντας, το κατακουρασμένο τ' άλογό μου. Ύστερα τράβησα τον ανήφορο, που βγαίνει ίσια-μέσα στ' αγαπημένο μου το Χωριό, ανάμεσα από ραϊδιά, από γκρεμούς, από μεγάλες πέτρες, από δέντρα κι' από λίγ' αμπελοχώραφα. «Είταν πολύ πρωί.

Και κοίτα αν είναι σπασμένο κανένα από τα δέντρα σου, αν είναι κομμένο κανένα οπωρικό, αν έχη πατηθή καμιά ρίζα λουλουδιού, αν έχη θολώσει καμιά πηγή. Και χαίρου πως μονάχα εσύ από τους ανθρώπους είδες στα γεράματά σου εμένα. Αφού είπεν αυτά, πέταξε σαν αηδονάκι στις σμερτιές και, πηδώντας από κλαδί σε κλαδί, ανέβαινε στην κορφή μέσ' από τα φύλλα.

Τα δέντρα τα πυκνά του λόγκου ανάγυρα, οι λεμονιές κ' οι βυσινιές στους κήπους μέσα, κρατώντας πάνω στ' άπειρα κλωνιά τους και στα παγωμένα φύλλα τους γρούπους πυκνούς τα χιόνια τα στεγνά, εφάνταζαν πελώρια μπουκέτα με ονειρεμένους, σαν τα κρίνα κάτασπρους ανθούς, που χέρι θεϊκό αόρατο τα σκόρπισε κάτω στη γη· για να στολίση τους αμαρτωλούς τους κόρφους της, και να δεχτή την άγια και λεφκότερη από τα χιονάτα κρίνα αλήθεια του Θεού, που σε τέτοια βραδιά μέσα μαγικήν κι ονειροφάνταστη γενήθηκε στον κόσμον κάτω.

Τη φορά αυτή διαλέξαμε ένα άλλο μέρος και το κάναμε για να έχη γύρω της η γυναίκα μου όλα όσα είχε στερηθεί το περασμένο καλοκαίρι στα δυτικά ακρογιάλια. Γιατί, όσο κι αν της επιβλήθηκε κι αυτής η θάλασσα, έκρυβε ωστόσο στο βάθος της ψυχής της μιαν αντιπάθεια γι' αυτή, γι' αυτή που θέλει να κυριαρχή μ' ερημική μεγαλειότητα και δεν ανέχεται κοντά της ψηλά δέντρα κι ανθισμένα λιβάδια.

Με το βαρύ της το βοητό οπού τες σχίζει γλείφτει Και τα χοντρά τα σύδαυλα, με την πνογά του ανέμου Που σκάειτο καταρρύχωμα κι' ανατρανίζει η στρέχα, Που ξερριζώνει τα δεντρά, μαντεύονται η κοπέλλες. Για εμάς μαντεύονται, παιδιά, για εμάς αναρωτούνε Τ' άγρια τ' ανήμερα στοιχειά, για εμάς τάματα κάνουν, Για εμάς χτυπά η καρδούλα τους.

Κυνηγούσαν τριζόνια, έπιαναν τζιτζίκους φωνακλάδες εμάζευαν λουλούδια· εσειούσαν τα δέντρα, έτρωγαν πωρικά. Και κάποτες επλάγιασαν μαζί και γυμνοί κ' εσκεπάστηκαν μ' ένα τομάρι γίδας. Κ' εύκολα θα γινόταν η Χλόη γυναίκα, αν δεν τρόμαζε το Δάφνη το αίμα.

Στον κάθε χαρακτήρα στο έργο δόθηκε μια τελείως κατάλληλη φορεσιά και το φαιό και πράσινο χρώμα των κοστουμιών των αρμονίζονταν εξαίρετα με τις φτέρες ανάμεσα στις οποίες πλανιόνταν, με τα δέντρα που αποκάτω τους ξαπλώνονταν και την ερατεινή Αγγλική σκηνογραφία που επλαισίωνε τους Αγροτικούς Ηθοποιούς.

Και θυμάται τα βώδια, το αλέτρι, το χώμα, τις αγελάδες, τα δέντρα, και τις πέτρες του βουνού, και τα λιθάρια του δρόμου. Του φαίνεται πως δεν τα δούλεψε όσο έπαιρνε. Φεύγουν όμως και άλλοι από το χωριό.

Μια και μονάχη κοπέλλα απόμενε στου Πανάγου τα δέντρα, να μαζώξη ταπομεινάρια, πρι να σημάνη Σπερνός. Δεν είχε και σπιτικό να πολυνοιαστή η λυγερή μας Παραμυθιώτισσα.