United States or United Kingdom ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο δρόμος είτανε μαλακός κ' ευκολοπάτητος. Τριγύρω μας ο ήλιος έτρεμε απάνω στα υγρά μούσκλα, στα κλαδιά και στους κορμούς. Τα μονοπάτι έβγαινε κάτω σ' ένα μικρόν κόλπο, που έκοβε τα δάσος εμπρός σ' έναν απότομο βράχο, και στην ακρογιαλιά, όπου είταν αριά τα δέντρα, ο ήλιος έπεφτε πλατιά απάνω στο γυμνό, ανοιχτό και μόλις χλοϊσμένο έδαφος.

Νερό μονάχα εγύρευε· τώδινα εγώ 'ςτά χέρια, Έπινε με χαμόγελο, κ' εχάνονταν 'ςτά δέντρα..... Απόψε επαραθάρρεψε και μούπε ... λόγια αγάπης. Εγώ τον μάλωσα βαρηά, κι αυτός μ' απολογήθη Και μούπε με παράπονο πώς άρρωστος θα πέση, Και σαν το μάθη η μάνα του, θε να μου κάμη μάγια... Κρύψε με, μάνα μου βαθειά και πρόλαβε τα μάγια.

Είναι κάτι πύργοι εδώ κ' εκεί, και έχουν φυτρώσει δέντρα πολλά και πυκνά γύρω τους· ανάμεσα σε κάτι τάφους τουρκικούς, πνιγμένους μες στον ίσκιο και στη δροσιά, και μπλεγμένους μέσα στα χαμόκλαδα, είναι κρυμμένο ένα ήσυχο τζαμί· τόπος ταιριασμένος για την ατάραχη, την απαλή, τη σιωπηλή την τουρκική τη σκέψη. Σ' έναν πύργο είναι μια καταχωσμένη πόρτα, που μόλις χωρούσα να περάσω.

Μα αν έκοβε τα δέντρα, θα πιανόταν από το χτύπο· για τούτο έβαλε στο νου του να χαλάση τα λουλούδια. Αφού λοιπόν εφύλαξε τη νύχτα κ' επήδησε το φράχτη, άλλα εξερρίζωσε, άλλα έκοψε κι άλλα τα ετσαλαπάτησε σαν αγριογούρουνο· κ' ύστερα έφυγε χωρίς να τόνε νοιώση κανένας. Κι ο Λάμωνας μπαίνοντας την άλλη μέρα στο περιβόλι, ελογάριαζε να τα ποτίση από την πηγή.

Και τώρα κυβερνάω το Δάφνη και τη Χλόη· κι όταν τους κάνω ν' ανταμόνουνται το πρωί, έρχομαι στον κήπο σου και διασκεδάζω με τάνθη και τα δέντρα και λούζουμαι σε τούτες τις πηγές. Γι' αυτό είναι όμορφα και τάνθη και τα δέντρα, επειδή ποτίζουνται από τα νερά του λουτρού μου.

Βλέπω πώς γύρω οι ράχες, τα σπαρτά, τα δέντρα, ο κάμπος ήσυχα απλωμένα, στου δειλινού το αεράκι δροσισμένα την όμορφη ώρα χαίρονται τερπνά. Πώς το ποτάμι σιγαλά κυλώντας με τις ακτίνες παίζει τις στερνές, πώς τα πουλιά πετούν, οι θεριστές το χλωρό χόρτο κόβουν τραγουδώντας.

Τι τα θέλουν τα τόσα μοναστήρια οι άγιοι τούτοι άνθρωποι, ο Θεός το ξέρει. Μα πρέπει, να το ξέρουμε και μεις. Σ τ η Μ α κ ε δ ο ν ί α κ α ι σ τ η Θ ρ ά κ η είναι βαλμένοι οι Βούλγαροι, να μας σφάζουν και να μας ρημάζουν. Σκοτώνουν ανθρώπους, καιν αμπέλια, χωράφια, δέντρα, καταστρέφουν εκκλησιές και σκολειά, κάνουνε στάχτη χωριά ολάκερα.

Κι' όπου διαβαίνει ο Ήλιος, Όπου προβάλλει απόπερα, λαμποκοπούν τα βράχια, Καθάριος, καταγάλανος ο ουρανός γελάει, Κάμποι, βουνά χρυσώνονται, ανοίγουν τα λουλούδια, Τα πλάγια χορταριάζουνε, φυσάει γλυκά τ' αγέρι, Φέγγουν, αστράφτουν τα νερά, φουντώνουνε τα δέντρα. Λαλούν 'ςτά φύλλα τα πουλιά κ' οι πιστικοί 'ςτά πλάγια. Κι' ο Κόσμος τον θιαμαίνεται και τον καλοτυχίζει.

Με μια μου ατιμία, σε μαυρίζω και σένα, και τον άντρα σου, και το κορίτσι σου, και το μπουντουάρ σου». Αλλού, αλλού να τραβήξουμε. Η καρδιά εδώ σφίγγεται, ο νους θολώνει κι αποτρελλαίνεται. Αλλού να σύρουμε, ίσως και βρούμε τους Άη Γιώργηδες, που θα μας τα πνίξουν αυτά τα στοιχειά. Δέντρα, αμάξια, πλάκες, κολλόνες, αρχοντόσπιτα, μεγαλεία.

Διόρθωνε κανένα τράφο, πούχε χαλάσει, λευτέρωνε δέντρα από παρακλάδια ή ξεράδια, καθάριζε το χωράφι από πέτρες ή ξεχόρτιζε και κουβαλούσε το βράδυ στο σπίτι χόρτα για τα ζώα του ή ξύλα.