Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025
Σαν έτσι αφτόν τον έσερναν. Κι' η μάννα του τραβούσε 405 τ' άσπρα μαλλιά της, πέταξε την πλούσια σκούφια αλάργα, και σαν τρελή ξεφώνισε σαν είδε το παιδί της. Σπάει και στα κλάματα ο πικρός ο γέρος, κι' όλοι γύρω θρηνούσαν, κι' όλο το καστρί βαρύ είταν μοιρολόγι. Έτσι έμοιαζε λες το κακό, σα νάλιωναν οι φλόγες 410 την Τρια τη λεβεντόπυργη απ' την κορφή ως τον κάμπο.
Το γέρο ζητούσα να μου την αποσώση την τρομερή την ιστορία, μα είτανε φευγάτος ο γέρος. Άλλον τρόπο δεν είχε παρά να καταφέρω τη μάννα να μου το δηγηθή το κλέψιμο της Λενιώς. Και σαν έστρωσε η Αννούλα το τραπέζι, και καθήσαμε, την παρακάλεσα τη μακαρίτισσα να μου τα ξηγήση. — Α μου το τάζης πως δε θα φοβηθής πάλι, σου τα λέω, μου κάνει.
Τότες, αφού εγέλασε πολύ καρκανιστά, βγάζει φωνή, που δεν τη βγάνει μήτε χελιδόνι, μήτε αηδόνι, μήτε κύκνος, άμα γίνη γέρος, όπως εγώ: — Εμένα, ω Φιλητά, δε μου κάνει καθόλου κόπο να σε φιλήσω, επειδή μ' αρέσει να φιλώ περισσότερο από όσο θέλεις εσύ να γίνης νέος· μα κοίτα μήπως δεν ταιριάζει στην ηλικία σου το χάρισμα.
— Εψές δεν ήμουν εδώ. — Και πού ήσουνα; ηρώτησεν ο γέρος. — Υπήγα μ' ένα φίλον μου. — Πού; — Εις το ψάρευμα. — Α, είσαι και ψαράς; — Όχι, δι' ευχαρίστησιν μόνον. Ο Βούγκος, όστις ήτο εις άκρον απονήρευτος, εκύτταξε κατά πρόσωπον εις τον ξένον. Ούτος παρετήρησε το βλέμμα αυτού. — Τι είνε, Βούγκο; τω είπε· τι με κυττάζεις;
Ραγίσου από φόβον εσύ, που παραμόνευες κ' εκαιροφυλακτούσες, επίβουλε, εις άνθρωπον το χέρι να σηκώσης! Εβγάτ' απ' τον κρυψώνα σας, εγκλήματα κρυμμένα, και ήμαρτον φωνάξετε εμπρός 'ς τους κατηγόρους αυτούς εδώ τους φοβερούς! — Εγώ είμ' ένας γέρος 'λιγώτερον αμαρτωλός παρά αδικημένος! ΚΕΝΤ Αλλοίμονον!
Αυτά της είπα και η θεά μ' απάντησεν αμέσως• Θα σου ομιλήσω, ξέν', εγώ με όλη την αλήθεια. ο Ήλιος όταν αναιβή τα μεσουράνια μέρη, 400 έρχεται από την θάλασσαν ο άψευτος ο γέρος, 'ς το μαύρον ανατρίχιασμα, 'π' ο Ζέφυρος σηκόνει, και άμ' έξω βγη, 'ς τα σπήλαια τα θολωτά κοιμάται. γύρω του η φώκαις, της καλής απόγονοι Αλοσύδνης, μαζή πλαγιάζουν, βγαίνοντας από το λευκό κύμα, 405 και πικροπνέουν της βαθειάς θαλάσσης μυρωδία. εκεί το γλυκοχάραμμα εγώ θα σ' οδηγήσω, θα σε πλαγιάσω αραδικώς, και τρεις θε να διαλέξης συντρόφους, τους καλήτερους, όπ' έχεις 'ς τα καράβια. και όλαις εγώ θέλει σου ειπώ ταις πονηριαίς του γέρου• 410 'ς ταις φώκαις πρώτα θε να 'λθή, και θα ταις αριθμήση• και, άμ' όλαις ταις εμέτρησε κ' εθώρησε, θα πέση 'ς την μέση τους, ως ο βοσκός 'ς την μέση των προβάτων. και ως τον ιδήτε, 'πώπεσε 'ς τον ύπνο, τότε αμέσως την δύναμι θα βάλετε και την καρδιά σας όλη, 415 κρατώντας τον, και ας προσπαθή μ' αγών' αυτός να φύγη• θα δοκιμάση, θα γενή 'ς την γην όσα κινούνται θεριά, θα γένη και νερό, και πυρ θεοφλογισμένο• και σεις πάντοτε ακλόνητοι βαστάτε σφίγγοντάς τον στενώτερα• αλλ' άμ' αυτός μόνος του σ' ερωτήση, 420 και γένη όπως τον είδετε 'ς τον ύπνο, 'που εκοιμώνταν, την βία τότε παύσετε και λύσετε τον γέρο, ήρωα, κ' ερώτα ποιος θεός σε βασανίζει τώρα, και πώς, το μέγα πέλαγος σχίζοντας, να γυρίσης.
Εκατέβασε κι άφτονα χράμια και παπλώματα, να καλοσκεπαστούμε τη νύχτα που βγάζουν κρυανά αναβόρια οι στεριές και νοτίζουνε μέσα τα πέλαγα μην κρυώσουμε. Επήρε και το μαντολίνο του Κυρ-Λιάκου απ το τηλεγραφείο. Επήρε κ' έναν πότη κοκινέλι· να μας κόβη λίγο τη δίψα μες ταλατοποτισμένα πέλαγα. Επήρε και μια στάμνα δροσερό νεράκι. Όλα τα πήρε. Όλα τα ετοίμασε ο καλός μου γέρος.
Να κοιμηθούμε λίγο· να μας πάρουν τα μεσάνυχτα. Να ξεφεγγαρώση κιόλα· να σβύση τέλεια το φεγγάρι μες τη θάλασσα, και τότε θα ψαρέβαμε. Η μπουκάλα μας είχε μεσιάσει τόρα. Ο γέρος μας σε κάθε ποτηριά που εστράγκιζε, εσούφρωνε τα ζαρωμένα χείλη, εσούρωνε τη γλώσα πάνω στον ουρανίσκο μ' εφχαρίστηση, έλαμνε ξαναγενημένος τόρα τα κουπιά, κ' έλεγε, ολοένα έλεγε ακράτητος.
Πρέπει να είταν ως δώδεκα χρονών ορφανό ο Παναγής όταν τον πήρε ο θειος του στο μοναστήρι να τον προκόψη. Ο πάτερ Παΐσιος είταν καθώς είπαμε Ηγούμενος, μα ήξερε κι από κόσμο. Έκαμε στη Ρουσία σαν είτανε νέος. Κατόπι ταξίδευε και σ' άλλα μέρη και ψάρευε «Φίλους». Τώρα με την ποδάγρα του σύχαζε ο γέρος στο μοναστήρι, κι ό,τι έβγαινε από το χέρι του τόκαμνε, πότε με γραφές, πότε με τα λόγια.
Τα προικιά μου είταν το καλύβι, ένα χωραφάκι, και τα μισά τα γίδια του μπάρμπα. Τον είχαμε και κείνονα μαζί μας. Μόνο που δε μας χάρισε ο Θεός και παιδιά. Όλα τάλλα τα είχαμε. Κάτι ήξερε ο Μεγαλοδύναμος, τη χάρη του νάχουμε! Ανέβηκε μια βραδιά ο γέρος στη μάντρα, — είταν άνοιξη σαν και τώρα — να δη αν είχε την έννοια του κοπαδιού ο Γιωργής, που ερχότανε δυνατή μπόρα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν